«Για να πετύχει μία μεταρρύθμιση στον δημόσιο τομέα απαιτείται καταρχήν πολιτική βούληση και βέβαια είναι απαραίτητο να υπάρχει συναίνεση και συνέχεια από την πλευρά του συνόλου του πολιτικού συστήματος, με στόχο να διαμορφωθεί μία νέα σχέση εμπιστοσύνης ανάμεσα σε κράτος και πολίτες». Την επισήμανση αυτή έκανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομιλία του στο 4ο Οικονομικό Φόρουμ των Δελφών, με θέμα «Βελτίωση της αποτελεσματικότητας του Δημοσίου Τομέα: προκλήσεις για την οικοδόμηση εθνικής συναίνεσης».
Ο κ. Μίχαλος στην ομιλία του τόνισε ακόμη ότι:
Ο τρόπος με τον οποίο διαμορφώθηκε η λειτουργία του κράτους και της Δημόσιας Διοίκησης στην Ελλάδα αποτελεί βασικό εμπόδιο για την άσκηση συνεκτικής πολιτικής, για τη δημοκρατική διαφάνεια και λογοδοσία. Ένα στρεβλό σύστημα, το οποίο έχει τις ρίζες του στην πελατειακή πολιτική κουλτούρα, στην αιχμαλωσία της δημόσιας πολιτικής από κατακερματισμένα, μικρά και μεγάλα, συντεχνιακά ή άλλα επί μέρους συμφέροντα.
Στο πλαίσιο των μνημονίων, υπήρξε ένα πλήθος νομοθετικών παρεμβάσεων και πρωτοβουλιών, που όμως στην πλειοψηφία τους ήταν απροετοίμαστες, χωρίς επαρκή μελέτη και τεκμηρίωση: κατάργηση, συγχώνευση ή δημιουργία δομών και φορέων, χωρίς σχέδιο και χωρίς σαφή λειτουργικά κριτήρια. Και πολλές φορές χωρίς να αναδεικνύεται η σκοπιμότητά τους. Υπό την πίεση των μνημονίων, υπήρξε μια μεταρρυθμιστική υπερδραστηριότητα, η οποία όμως σε αρκετές περιπτώσεις, ήταν ασυνεχής, αλληλοαναιρούμενη και άτολμη. Υπήρξε σύγχυση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων με μέτρα στενής δημοσιονομικής λογικής. Παρουσιάστηκαν ως μεταρρυθμίσεις παρεμβάσεις που είχαν στόχο τη βραχυπρόθεσμη μείωση των δαπανών. Η ισοπέδωση των αμοιβών, οι τυφλές απολύσεις και καταργήσεις φορέων, μάλλον χειροτέρεψαν παρά βελτίωσαν την κατάσταση.
Αυτό που λειτούργησε αρνητικά με τα μνημόνια, ήταν ένα μείγμα μη ρεαλιστικών στόχων και χρονοδιαγραμμάτων, διοικητικών και τεχνικών δυσκολιών και αντιστάσεων στις αλλαγές – όπως προκύπτει και από τις πολυάριθμες περιπτώσεις, όπου είχαμε στη συνέχεια υπαναχώρηση ή και ανατροπή ρυθμίσεων. Ωστόσο, μέσα από κάποιες μεταρρυθμίσεις της κρίσης επήλθε εξορθολογισμός των διοικητικών εργαλείων σε μια σειρά από πεδία: κινητικότητα δημοσίων υπαλλήλων, αντιμετώπιση του κατακερματισμού σε θέματα όπως η διαχείριση των στρατηγικών επενδύσεων κ.α.
Τι κράτος θέλουμε: οι θέσεις της αγοράς
Η αναβάθμιση της λειτουργίας της διοικητικής μηχανής της χώρας συνιστά προϋπόθεση για τη βελτίωση του επιχειρηματικού περιβάλλοντος, για την άρση αντικινήτρων στις επενδύσεις, για την ανάκαμψη της οικονομίας. Χρειαζόμαστε ένα κράτος με νέο, διαφορετικό ρόλο. Ο οποίος θα υπηρετεί το νέο αναπτυξιακό πρότυπο που χρειάζεται η χώρα, ώστε να εξασφαλίσει ανάπτυξη διατηρήσιμη και υγιής. Με δεδομένο ότι αυτού του είδους η ανάπτυξη μπορεί να έρθει μόνο μέσα από διεθνώς ανταγωνιστικές επιχειρήσεις, η διευκόλυνση της επιχειρηματικότητας αναδεικνύεται σε επιλογή δημοσίου συμφέροντος. Και οφείλει να αποτελεί κεντρική προτεραιότητα στο πλαίσιο της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης. Ας αφήσουμε λοιπόν πίσω τις ιδεοληψίες του παρελθόντος και ας δούμε πώς μπορούμε να προχωρήσουμε μπροστά.
Θέλουμε ένα κράτος μικρότερο, ευέλικτο, ορθολογικό. Με διοικητική ικανότητα και διαχειριστική επάρκεια, για να ασκεί ρόλο επιτελικό, ρυθμιστικό, ελεγκτικό. Ένα κράτος που δεν θα λειτουργεί ως κηδεμόνας ούτε ως δυνάστης της αγοράς. Αλλά θα επιβάλλει τη συμμόρφωση με τους κανόνες του ανταγωνισμού. Θα δίνει υψηλή προτεραιότητα στην εξυπηρέτηση των επιχειρήσεων και θα στηρίζει την ανταγωνιστικότητά τους, ελαχιστοποιώντας τα διοικητικά βάρη. Θέλουμε ένα κράτος και μια διοίκηση που θα διασφαλίζουν τη σταθερότητα και τη συνέχεια, απέναντι στις πολιτικές εναλλαγές, αλλά και στις ανεπάρκειες του πολιτικού συστήματος. Αυτό που ισχύει δηλαδή στις περισσότερες ανεπτυγμένες οικονομίες. Θέλουμε ένα κράτος που λαμβάνει ορθολογικά αποφάσεις και τις εφαρμόζει με πειθαρχία και δέσμευση σε καλές πρακτικές:
Για να επιτευχθεί κατά συνέπεια η αναμόρφωση της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης απαιτείται:
– Επιτάχυνση του ψηφιακού μετασχηματισμού της Δημόσιας Διοίκησης και ενίσχυση των μέσων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, όπως η ηλεκτρονική υπογραφή.
– Αξιοποίηση του θεσμού της “αυτοπληροφόρησης” του Δημοσίου, ώστε καμία δημόσια υπηρεσία να μη ζητεί έγγραφα που υφίστανται σε οποιαδήποτε άλλη υπηρεσία του Δημοσίου και να το αναζητεί ενδοϋπηρεσιακά.
– Διαμόρφωση νέων, σύγχρονων οργανογραμμάτων και θέσπιση ποιοτικών και ποσοτικών στόχων απόδοσης.
– Καθολική εφαρμογή της αξιολόγησης σε όλες τις δομές και τους εργαζόμενους της Δημόσιας Διοίκησης και σύνδεση των αποδοχών με την επίτευξη των στόχων παραγωγικότητας.
– Δημιουργία μόνιμου μηχανισμού εκπαίδευσης και επανεκπαίδευσης του προσωπικού της Δημόσιας Διοίκησης
– Στελέχωση θέσεων Γενικών Γραμματέων, Διευθυντών και Προϊσταμένων με ανοιχτή διαδικασία, στην οποία θα μπορούν να συμμετέχουν και στελέχη του ιδιωτικού τομέα.
Το μεγάλο στοίχημα παραμένει, βέβαια, πώς θα εμπεδωθεί αίσθημα ασφάλειας στου πολίτες και χρειάζεται:
– Αποτελεσματικότερη προστασία των πολιτών και επιχειρήσεων από την αύξηση της εγκληματικότητας και την ανεξέλεγκτη δράση εξτρεμιστικών ομάδων.
– Εκ βάθρων αναθεώρηση του μηχανισμού Πολιτικής Προστασίας, με αξιοποίηση της διεθνούς εμπειρίας, νέων τεχνολογικών μέσων και τεχνογνωσίας. Δημιουργία σύγχρονου συστήματος πρόληψης και διαχείρισης κινδύνων, με λεπτομερή σχεδιασμό, σαφείς ρόλους και διαρκή εκπαίδευση.
Ηλεκτρονική διακυβέρνηση:
– Η ηλεκτρονική διακυβέρνηση συμβάλλει στον εκσυγχρονισμό του κράτους, στην παροχή ποιοτικών υπηρεσιών, στην αποδοτικότερη αξιοποίηση των διαθέσιμων πόρων και του ανθρώπινου δυναμικού, στη μείωση του κόστους.
– Συμβάλλει στην αντιμετώπιση της διαφθοράς και της κακοδιαχείρισης, στην αύξηση της διαφάνειας και της εμπιστοσύνης στη δημόσια διοίκηση, στην προώθηση της ενεργού συμμετοχής των πολιτών.
– Τα τελευταία χρόνια έχουν γίνει σημαντικά θετικά βήματα στην Ελλάδα για την αξιοποίηση της ηλεκτρονικής διακυβέρνησης. Ωστόσο υπάρχει ακόμη πολύς δρόμος να διανύσουμε.
– Υπάρχουν επιτυχημένες πρακτικές και δράσεις σε χώρες του εξωτερικού, που μπορούν να αξιοποιηθούν στο επίπεδο διαμόρφωσης ιδεών, καθορισμού προτεραιοτήτων και τακτικών υλοποίησης.
– Κοινό χαρακτηριστικό όλων αυτών των πρακτικών είναι ότι προτάσσουν την εξυπηρέτηση πολιτών ή επιχειρήσεων, με τη δημιουργία αντίστοιχων υπηρεσιών.
– Παράδειγμα Εσθονίας: όλες οι δραστηριότητες που αφορούν το δημόσιο διεκπεραιώνονται ηλεκτρονικά, εκτός τριών περιπτώσεων (γάμος, διαζύγιο, αγοραπωλησίες ακινήτων). Το κράτος σχεδιάζει τις υπηρεσίες, αλλά η υλοποίηση και συχνά η παροχή τους γίνεται από τον ιδιωτικό τομέα. Βασικές αρχές: μοναδικό σημείο εισόδου κάθε πληροφορίας, digital by default, user friendliness, omni-channel services, open standards, 24/7).
– Χρειαζόμαστε ένα κοινό όραμα για την ηλεκτρονική διακυβέρνηση στη χώρα, το οποίο θα απολαμβάνει διακομματικής στήριξης και συναίνεσης.
– Το όραμα αυτό θα πρέπει να έχει στο επίκεντρο την άριστη εξυπηρέτηση πολιτών, επισκεπτών, ελληνικών και διεθνών επιχειρήσεων.
– Χρειαζόμαστε συγκροτημένη στρατηγική, ρεαλιστικό πλάνο υλοποίησης, συνέπεια και συνέχεια στην εφαρμογή.
– Η δημοσίευση της Εθνικής Ψηφιακής Στρατηγικής το Δεκέμβριο του 2016, αποτελεί πράγματι ένα θετικό βήμα, παρέχοντας έναν οδικό χάρτη για την ψηφιακή ανάπτυξη της χώρας.
Θετικό παράδειγμα: Επιμελητήρια και Ψηφιακό ΓΕΜΗ
-Το Γενικό Εμπορικό Μητρώο εκφράζει μια νέα νοοτροπία και πρακτική ως προς την εξυπηρέτηση της επιχείρησης και του πολίτη. Μια νοοτροπία, η οποία θέλει τις διαδικασίες να προσαρμόζονται στις ανάγκες της επιχείρησης και όχι το αντίστροφο.
– Με τον επικείμενο ψηφιακό μετασχηματισμό του, που ανακοινώθηκε πρόσφατα, το ΓΕΜΗ αποκτά καλύτερες προϋποθέσεις για την εκπλήρωση αυτού του στόχου, αποκτώντας βελτιωμένα χαρακτηριστικά και νέες δυνατότητες, όπως:
– δυνατότητα κατάθεσης και διατήρησης των ισολογισμών των επιχειρήσεων σε ψηφιακή και επεξεργάσιμη μορφή.
– βελτίωση της δημοσιότητας των επιχειρήσεων, αλλά και τη δημιουργία ενός φιλικότερου προς το χρήστη περιβάλλοντος, με περισσότερα κριτήρια αναζήτησης και δυνατότητα εξαγωγής μιας συγκροτημένης και ευανάγνωστης έκθεσης της επιχείρησης.
– δημιουργία ηλεκτρονικού φακέλου νομιμοποίησης της επιχείρησης, με τα στοιχεία εκπροσώπησής της
– ανάπτυξη της διαλειτουργικότητας του ΓΕΜΗ με άλλα συστήματα, όπως αυτά των τραπεζών ή το ΕΣΗΔΣ.