Η έρευνα εστιάζει κυρίως στα εξής θέματα: το επίπεδο ενημέρωσης του προσωπικού των μικρομεσαίων επιχειρήσεων για τους κινδύνους που συνδέονται με το κυβερνοέγκλημα, το επίπεδο ανησυχίας των μικρομεσαίων επιχειρήσεων σχετικά με το κυβερνοέγκλημα, τις σχετικές με το κυβερνοέγκλημα εμπειρίες που είχαν οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις κατά το τελευταίο 12μηνο, τους διαύλους καταγγελίας κυβερνοεγκλημάτων από τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις.
Η κρίση του κορονοϊού επιτάχυνε τον ψηφιακό μετασχηματισμό των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και, ταυτόχρονα, τις κατέστησε περισσότερο εκτεθειμένες σε κυβερνοεγκληματικές δραστηριότητες. Οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πιθανότερο να «ανησυχούν σοβαρά» για την ηλεκτρονική υποκλοπή τραπεζικών λογαριασμών (32%) και το ηλεκτρονικό «ψάρεμα», τις επιθέσεις που στοχεύουν στην απόκτηση του ελέγχου λογαριασμών ή στην κλοπή ταυτότητας (31%), καθώς και για τους ιούς και το κατασκοπευτικό ή κακόβουλο λογισμικό (29%). Κατά το προηγούμενο έτος, το 28% των μικρομεσαίων επιχειρήσεων ήρθε αντιμέτωπο με τουλάχιστον ένα από τα απαριθμούμενα είδη κυβερνοεγκλήματος. Ακόμη, σύμφωνα με την έρευνα, οι μικρομεσαίες επιχειρήσεις είναι πολύ πιθανό να μην έχουν αναφέρει περιστατικά κυβερνοεγκλήματος (44%). Τα αποτελέσματα της έρευνας του Ευρωβαρόμετρου παρέχουν στην Επιτροπή και στις αστυνομικές αρχές μια καλύτερη εικόνα των επαναλαμβανόμενων μεθόδων, στηρίζοντας έτσι το έργο τους για την καταπολέμηση αυτού του είδους εγκλήματος.