Ασφυκτικές οικονομικές πιέσεις υφίστανται σχεδόν στο σύνολό τους οι επιχειρήσεις εξαιτίας της παγκόσμιας πληθωριστικής τάσης που παρατηρείται τους τελευταίους μήνες με την αύξηση των διεθνών τιμών σε μια σειρά από πρώτες ύλες να βρίσκεται σε διψήφια ποσοστά και με τις τιμές του ναυτιλιακού ναύλου στην κυριολεξία να έχουν τρελαθεί, θυμίζοντας εποχές μαύρης αγοράς.
Τις επισημάνσεις αυτές έκανε ο πρόεδρος της ΚΕΕ και του ΕΒΕΑ, κ. Κωνσταντίνος Μίχαλος, στην ομιλία του στις εργασίες της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Συνδέσμου Βιομηχανιών Αττικής – Πειραιώς (ΣΒΑΠ). Όπως τόνισε ο κ. Μίχαλος, το κόστος του ναυτιλιακού ναύλου για τις μεταφορές κοντέινερ έχει αυξηθεί τον τελευταίο χρόνο περισσότερο από 500%, καθώς οι ναυτιλιακές εταιρείες στον κλάδο αυτό, δρώντας καιροσκοπικά και ολιγοπωλιακά, ανεβάζουν τις τιμές ανεξέλεγκτα, ενώ έθεσε και το ερώτημα της κρατικής παρέμβασης από μέρους της Κίνας για χειραγώγηση της προσφοράς εμπορευματοκιβωτίων.
Σε κάθε περίπτωση, ο κ. Μίχαλος τόνισε ότι έχει δημιουργηθεί ένα εκρηκτικό μείγμα που πληθωρίζει την παγκόσμια οικονομία σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό και πρότεινε μέτρα ελάφρυνσης από μέρους της ελληνικής κυβέρνησης για τους Έλληνες εισαγωγείς και εξαγωγείς έως ότου ομαλοποιηθεί αυτή η έκρυθμη κατάσταση.
Αναλυτικά, η ομιλία του κ. Κ. Μίχαλου έχει ως εξής:
«Διανύουμε μια κρίσιμη περίοδο για την ελληνική και για την παγκόσμια οικονομία. Η πρωτοφανής πανδημία που βιώνουμε εδώ και ενάμιση σχεδόν χρόνο, φαίνεται να αποκλιμακώνεται σταδιακά. Ωστόσο, η πορεία ανάκαμψης συνοδεύεται από σοβαρές αναταράξεις.
Το τελευταίο διάστημα βλέπουμε να ενισχύεται μια παγκόσμια πληθωριστική τάση, η οποία προκαλεί προβλήματα στην αγορά. Και προκαλεί εντονότερα προβλήματα σε οικονομίες, όπως η ελληνική, η οποία εξαρτάται ακόμη σε μεγάλο βαθμό από τις εισαγωγές. Η ανάκαμψη της διεθνούς οικονομίας και η αύξηση της ζήτησης, έχει πυροδοτήσει ένα εκρηκτικό ράλι στις τιμές των εμπορευμάτων, των πρώτων υλών και των τελικών προϊόντων και υπηρεσιών.
Η αύξηση των διεθνών τιμών σε μια σειρά από πρώτες ύλες για βασικά προϊόντα και υπηρεσίες – στα τρόφιμα, στην ενέργεια, στις μεταφορές, στις κατασκευές κ.ά. – έχει αγγίξει διψήφια ποσοστά. Θα αναφέρω ενδεικτικά παραδείγματα, από σχετική έρευνα του ΕΒΕΑ:
- η τιμή του πετρελαίου θέρμανσης έχει αυξηθεί κατά 37,94%,
- της βενζίνης κατά 52,14%,
- της σόγιας κατά 17,10%,
- του καφέ κατά 26,59%,
- του γάλακτος κατά 20,06%
- του καλαμποκιού κατά 35,64%
- των πουλερικών κατά 16,64%,
- του μαλλιού κατά 12,72%,
- του χαλκού κατά 33,19%,
- του αλουμινίου κατά 26,54% κ.λπ.
Δεν είναι όμως μόνο η αύξηση των τιμών που δημιουργεί πρόβλημα στις επιχειρήσεις. Είναι και η εξωπραγματική αύξηση του κόστους του ναυτιλιακού ναύλου για τις μεταφορές κοντέινερ.
Η κατάσταση στην αγορά εμπορευματοκιβωτίων χειροτερεύει όχι μόνο ως προς το κόστος μεταφοράς που έχει αυξηθεί σε ορισμένες περιπτώσεις έως και 500% σε ετήσια βάση αλλά και ως την δυνατότητα μεταφοράς εμπορευμάτων.
Πιο συγκεκριμένα:
1)Λιμάνια των ΗΠΑ έχουν συμφόρηση εξαιτίας της αύξησης της συχνότητας των δρομολογίων μεταξύ ΗΠΑ – Κίνας που βασίζεται στην έκρηξη των κινεζικών εξαγωγών που είχαν ακυρωθεί τους μήνες που η πανδημία είχε περιορίσει την οικονομική δραστηριότητα. Αποτέλεσμα οι καθυστερήσεις της εκφόρτωσης των εμπορευμάτων στα αμερικανικά λιμάνια έως και 3 εβδομάδες, γεγονός που μειώνει το διαθέσιμο τονάζ και δημιουργώντας νέα ανοδική πίεση στα ναύλα
2)Τα λιμάνια της Κίνας έχουν μειωμένη δυνατότητα εκφόρτωσης που οφείλεται σε πολλές περιπτώσεις σε κρούσματα Covid19. Χαρακτηριστική περίπτωση αποτελεί το λιμάνι του Yantian που μέχρι την προηγούμενη βδομάδα περισσότερα από 40 πλοία βρίσκονταν στην θαλάσσια περιοχή αλλά δεν μπορούσαν εκφορτώσουν και εν συνεχεία να φορτώσουν εμπορευματοκιβώτια.
Τα δύο αυτά σημεία δηλώνουν ότι υπάρχει αυτή την περίοδο περαιτέρω μείωση της διαθέσιμης προσφοράς πλοίων, με αποτέλεσμα να μην μπορεί να γίνονται ούτε bookings και να απορρυθμίζονται πλήρως οι εφοδιαστικές αλυσίδες.
3)Η άνοδος της τιμής του πετρελαίου έχει επαναφέρει την συζήτηση για επιβολή επίναυλου ώστε να απορροφηθεί και αυτή από τους πελάτες των ναυτιλιακών, μίας και την συγκεκριμένη στιγμή η καμπύλη της ζήτησης για θέσεις σε πλοία μεταφοράς εμπορευματοκιβωτίων είναι πλήρως ανελαστική.
4) Πιθανή ολιγοπωλιακή – καιροσκοπική συμπεριφορά των liner companies, από τις οποίες οι 10 μεγαλύτερες ελέγχουν το 82% της παγκόσμιας διακίνησης εμπορευματοκιβωτίων με αποτέλεσμα να μπορούν να ελέγχουν πλήρως την διαθέσιμη προσφορά πλοίων. Στο σημείο αυτό θα πρέπει να υπάρξει άμεση εμπλοκή του WTO και άλλων θεσμικών φορέων που να εξετάσει αν υπάρχει αναβίωση των Liner Shipping Conferences που ουσιαστικά αποτελούν καρτέλ.
5) Οι βασικές εταιρείες που παράγουν και διαθέτουν με την μορφή leasing τα εμπορευματοκιβώτια στην Κίνα ανήκουν στο κράτος ή επιχορηγούνται μέσω του σκιώδους τραπεζικού συστήματος της αχανούς χώρας με κεφάλαια με σκοπό να μπορούν οι Liner εταιρείες της χώρας με ναυαρχίδα την Cosco να εξασφαλίζουν υψηλού επιπέδου μεταφορικές υπηρεσίες στους κινέζους επιχειρηματίες. Το ζήτημα λαμβάνει στρατηγικές διαστάσεις, αφού η κινεζική παραγωγή containers ανέρχεται στο 85% της παγκόσμιας παραγωγής, προσδίδοντάς της χαρακτηριστικά μονοπωλίου. Εδώ ανακύπτει το ζήτημα – ερώτημα που εμμέσως τέθηκε από τον Αμερικανό Carl Bretzel, επίτροπο ναυτιλίας της ΙΑΝΑ (Intermodal Association of North America), μήπως οι κινέζικες εταιρείες κατόπιν εντολών του Πεκίνου χειραγωγούν την προσφορά εμπορευματοκιβωτίων, με αποτέλεσμα πολλά αμερικανικά προϊόντα να μην μπορούν να εξαχθούν αφού δεν υπάρχουν διαθέσιμα containers. Υπάρχει πρόβλημα στην ομαλή λειτουργία των εφοδιαστικών αλυσίδων και ταυτόχρονα πυροδοτούνται πληθωριστικές πιέσεις.
Ο συνδυασμός των ανωτέρω στοιχείων, έχει δημιουργήσει ένα εκρηκτικό μίγμα που πληθωρίζει την παγκόσμια οικονομία σε εξαιρετικά υψηλό βαθμό και η ελληνική κυβέρνηση θα πρέπει άμεσα να λάβει μέτρα ώστε να ελαφρύνει τους Έλληνες εισαγωγείς και εξαγωγείς. Χαρακτηριστικό δείγμα αποτελεί η πρόταση να εκπίπτουν οι ναύλοι κατά 130-150% για να μπορέσει να υπάρξει μεγαλύτερη φορολογική εξοικονόμηση, για τους υπόλοιπους μήνες του 2021, περίοδο που οι ναύλοι προβλέπεται να παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Ήδη παρατηρούνται ναύλοι της τάξεως των 13.000 δολαρίων ΗΠΑ για εμπορευματοκιβώτια 40′ High Cube.
Ενδεικτικά, αναφέρω ότι η μεταφορά ενός κοντέινερ πριν από ένα χρόνο περίπου, κόστιζε κάτω από 2.000 δολάρια. Σήμερα, στοιχίζει πάνω από 10.000 δολάρια.
Όπως είναι αναμενόμενο, οι τάσεις αυτές καθιστούν αποτρεπτικές τις εισαγωγές πρώτων υλών αλλά και τελικών προϊόντων στη χώρα μας. Ειδικά στο περιβάλλον κρίσης που έχει διαμορφωθεί τον τελευταίο χρόνο, είναι πολύ μεγάλος ο αριθμός των ελληνικών επιχειρήσεων που δεν μπορούν να ανταπεξέλθουν σε τέτοια κόστη.
Και βεβαίως είναι ελάχιστες οι επιχειρήσεις εκείνες – αν υπάρχουν – που μπορούν να απορροφήσουν εξ ολοκλήρου αυτή την επιβάρυνση, χωρίς να μετακυλήσουν ένα μέρος της στον καταναλωτή μέσα από αύξηση της τελικής τιμής.
Κι αυτό συμβαίνει αναγκαστικά σε μια περίοδο, όπου το εισόδημα και η αγοραστική δύναμη μιας μεγάλης μερίδας των καταναλωτών έχει συρρικνωθεί σημαντικά, λόγω της πανδημίας.
Είναι υπαρκτός, με άλλα λόγια, ο κίνδυνος να έχουμε στο επόμενο διάστημα ένα νέο κύκλο υφεσιακών πιέσεων στην οικονομία, με συνέπειες για όλους.
Αντιμετωπίζουμε κατάσταση που λειτουργεί ως ωρολογιακή βόμβα. Και οι επιλογές για την εξουδετέρωσή της είναι περιορισμένες και εξαιρετικά δύσκολες.
Από τη μια, η δημοσιονομική κατάσταση της χώρας δεν αφήνει μεγάλα περιθώρια για παρεμβάσεις στο επίπεδο της οικονομικής πολιτικής.
Από την άλλη, έχουμε τις τράπεζες, οι οποίες εξακολουθούν να κρατούν κλειστές τις κάνουλες της ρευστότητας στην αγορά.
Εμείς ζητάμε από την κυβέρνηση να προετοιμαστεί κατάλληλα, ώστε να αντιμετωπίσει τα προβλήματα που έρχονται στο επόμενο διάστημα. Πρέπει να βρούμε μια χρυσή τομή, ώστε αυτή η πληθωριστική περίοδος να αντιμετωπιστεί με περιορισμένη αύξηση επιτοκίων, όχι μόνο στη χώρα μας αλλά σε παγκόσμια κλίμακα. Πρέπει, παράλληλα, να εξαντλήσει η κυβέρνηση τις δυνατότητες που υπάρχουν στο πλαίσιο της δημοσιονομικής πολιτικής – πάντα μέσα στα όρια που επιβάλλει η σύνεση και η υπευθυνότητα – για αύξηση των εισοδημάτων των καταναλωτών, ώστε να αποτραπεί μια δραματική μείωση της αγοραστικής κίνησης.
Αναγνωρίζουμε ότι μετά από ένα και πλέον χρόνο πανδημίας είναι δύσκολο να υπάρξουν μεγάλης κλίμακας παρεμβάσεις. Όμως, δεν μπορούμε να αφήσουμε τα πράγματα στην τύχη τους. Πολλοί αναλυτές υποστηρίζουν ότι οι αυξήσεις που βλέπουμε σήμερα είναι προσωρινό φαινόμενο, που θα αποκλιμακωθεί σύντομα. Όμως για όσο διαρκούν αυτές οι πιέσεις, πρέπει να βρούμε τρόπους για να στηριχθεί η αγορά και οι καταναλωτές.
Ζητάμε, λοιπόν, να υπάρξουν όσο το δυνατόν περισσότερες κινήσεις για την ενίσχυση της ρευστότητας των επιχειρήσεων, αλλά και διατήρηση της στήριξης των εργαζομένων για να προστατευθεί η ζήτηση.
Εμείς ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, συνεχίζουμε να παρακολουθούμε την κατάσταση και να καταγράφουμε τα προβλήματα των επιχειρήσεων. Σε συνεργασία με τους φορείς εκπροσώπησης, θα είμαστε εδώ για να τα αναδεικνύουμε και να διεκδικούμε τις κατάλληλες λύσεις. Σας ευχαριστώ και πάλι για την πρόσκληση. Εύχομαι επιτυχία στις εργασίες της Γενικής Συνέλευσης, καλή δύναμη και καλές δουλειές σε όλους».