«Θέλω να ευχαριστήσω τον Πρόεδρο και τα μέλη του Επιμελητηρίου Λέσβου, για τη θερμή υποδοχή και φιλοξενία τους. Έχουμε τη χαρά να πραγματοποιούμε τη σημερινή συνεδρίαση εδώ στη Μυτιλήνη. Στην πρωτεύουσα ενός νομού με σπουδαίες αναπτυξιακές δυνατότητες, αλλά και με προβλήματα και ιδιαιτερότητες. Είναι γνωστός ο αγώνας που δίνουν οι επιχειρήσεις των ακριτικών μας νησιών, τόσο απέναντι στην κρίση, όσο και απέναντι στις μόνιμες, εγγενείς προκλήσεις που συνδέονται με τη νησιωτικότητα. Σε αυτά τα προβλήματα έχει προστεθεί τα τελευταία δύο χρόνια και το προσφυγικό και μεταναστευτικό ζήτημα. Κυρίως η Λέσβος, αλλά και τα άλλα νησιά του Βορείου και Ανατολικού Αιγαίου έχουν βρεθεί στο επίκεντρο αυτής της κρίσης, με εμφανείς συνέπειες στις τοπικές οικονομίες. Η προσπάθεια των τοπικών κοινωνιών να διαχειριστούν το ζήτημα, με ελάχιστη στήριξη από τους επίσημους κρατικούς και ευρωπαϊκούς φορείς, είναι πραγματικά αξιοθαύμαστη. Ωστόσο, οφείλει αντίστοιχα και η Πολιτεία να αναλάβει τις ευθύνες της για την προστασία της κοινωνικής και οικονομικής ζωής των νησιών. Οφείλει να στηρίξει τις τοπικές επιχειρήσεις, ειδικά μάλιστα της Λέσβου οι οποίες – σαν να μην έφθαναν όλα τα υπόλοιπα – επλήγησαν και από τον ισχυρό σεισμό του περασμένου Ιουνίου. Γνωρίζω ότι το Επιμελητήριο Λέσβου δίνει μάχη και διεκδικεί παρεμβάσεις σε όλα αυτά τα μέτωπα. Και ως Κεντρική Ένωση Επιμελητηρίων, να είστε βέβαιοι ότι στηρίζουμε ενεργά τις προσπάθειές σας.
Μετά τη σύντομη αυτή εισαγωγή, θα μου επιτρέψετε να περάσω σε μια γενικότερη επισκόπηση του οικονομικού και επιχειρηματικού κλίματος στη χώρα, εστιάζοντας στις προϋποθέσεις και στις προοπτικές για ανάκαμψη της αγοράς και της οικονομίας. Η επιστροφή στην ανάπτυξη, μετά από εννέα σχεδόν χρόνια ύφεσης, είναι πλέον ζήτημα επιβίωσης για την Ελλάδα. Για τις επιχειρήσεις, αλλά και για τους πολίτες της. Όλες οι θυσίες και οι προσπάθειες που έγιναν τα προηγούμενα χρόνια, θα κριθούν από το πότε και με ποιο ρυθμό θα αρχίσει ξανά η ελληνική οικονομία να αναπτύσσεται. Και εδώ θα πρέπει να τονίσουμε, για άλλη μια φορά, το προφανές: ανάπτυξη δεν μπορεί να υπάρξει, χωρίς ιδιωτικά κεφάλαια και χωρίς ισχυρές επιχειρήσεις.Στην κατάσταση που έχει βρεθεί η χώρα, δεν είναι αρκετή μια οριακά θετική μεταβολή του ΑΕΠ από έτος σε έτος. Και σίγουρα δεν είναι αρκετή μια ανάπτυξη που στηρίζεται σε συγκυριακούς παράγοντες. Μια οικονομία που έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό 25% και πλέον, χρειάζεται ταχείς ρυθμούς μεγέθυνσης για αρκετά χρόνια για να επανέλθει σε κανονικότητα. Για να μπορεί η χώρα να καλύπτει τις δανειακές της υποχρεώσεις και για να αποκατασταθούν, έστω και σταδιακά, συνθήκες ευημερίας στην αγορά και στην κοινωνία. Ο στόχος αυτός δεν μπορεί – ακόμη κι αν το θέλαμε – να επιτευχθεί με το μοντέλο ανάπτυξης που κυριάρχησε στην προ κρίσης περίοδο. Ένα μοντέλο που ήταν υπερβολικά εξαρτημένο από το κράτος, υπερβολικά εξαρτημένο από την ιδιωτική και δημόσια κατανάλωση.
Το ζητούμενο είναι η ίδια η χώρα να αρχίσει να δημιουργεί περισσότερο εθνικό πλούτο. Κι αυτό θα γίνει αν υιοθετήσουμε ένα νέο, εξωστρεφές παραγωγικό υπόδειγμα, στηριγμένο στις δυνάμεις του ιδιωτικού τομέα. Αν θέλουμε ανάπτυξη με αυτούς τους όρους, θα πρέπει να προσελκύσουμε σημαντικά κεφάλαια και επενδύσεις από την Ελλάδα και κυρίως από το εξωτερικό. Θα πρέπει να παράγουμε περισσότερα, ανταγωνιστικά και υψηλής προστιθέμενης αξίας προϊόντα και υπηρεσίες. Θα πρέπει να αξιοποιήσουμε καλύτερα τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της χώρας, τόσο συνολικά όσο και σε επίπεδο Περιφερειών. Θα πρέπει να αυξήσουμε τη συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ κατά 10 τουλάχιστον ποσοστιαίες μονάδες, ώστε να προσεγγίσει το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όλα αυτά δεν μπορούν να γίνουν με ένα θεσμικό και διοικητικό περιβάλλον που αποτρέπει τις επενδύσεις. Δεν μπορούν να γίνουν με επιχειρήσεις που φυτοζωούν. Και αναφέρομαι ειδικότερα στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, οι οποίες αποτελούν το 99% και πλέον του συνόλου των ελληνικών επιχειρήσεων.
Έχουμε μια οικονομία η οποία εμπνέει ασφάλεια και εμπιστοσύνη στους επενδυτές, ώστε να φέρουν εδώ τα κεφάλαιά τους;
Υπάρχουν οι συνθήκες οι οποίες επιτρέπουν στις Μικρομεσαίες και στις τοπικές επιχειρήσεις να παράγουν διεθνώς ανταγωνιστικά προϊόντα και υπηρεσίες; Υπάρχουν οι συνθήκες για να ενισχυθεί το τεχνολογικό περιεχόμενο και η προστιθέμενη αξία των ελληνικών εξαγωγών;
Δυστυχώς, σε μεγάλο βαθμό δεν υπάρχουν. Τα προηγούμενα χρόνια έγιναν, βεβαίως, αρκετά θετικά βήματα. Προχώρησε η δημοσιονομική εξυγίανση και υλοποιήθηκαν αρκετές μεταρρυθμίσεις, στο ασφαλιστικό, στην αγορά εργασίας, αλλά και σε σημαντικές αγορές προϊόντων και υπηρεσιών. Επίσης, πολύ σημαντικό όσον αφορά το αίσθημα ασφάλειας, η συντριπτική πλειοψηφία των κοινοβουλευτικών δυνάμεων του τόπου υποστηρίζει την ευρωπαϊκή πορεία της χώρας και την παραμονή της στο ευρώ. Ωστόσο, τα προβλήματα είναι ακόμη πολλά:
Πρόβλημα είναι ότι τα πρωτογενή πλεονάσματα στηρίζονται σε ένα αντιαναπτυξιακό μείγμα δημοσιονομικής πολιτικής. Ένα μείγμα που στηρίζεται αποκλειστικά σχεδόν στο σκέλος των εσόδων, δια της υπερφορολόγησης νοικοκυριών και επιχειρήσεων. Δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάπτυξη και επενδύσεις όταν το ύψος των φόρων και των εισφορών που ισχύουν σήμερα στην Ελλάδα ξεπερνά το 50% των εσόδων μιας επιχείρησης. Δεν μπορεί να μειώνεις κατώτατους μισθούς, για να αυξηθεί υποτίθεται η ανταγωνιστικότητα της οικονομίας και την ίδια στιγμή να φορολογείς ό,τι κινείται. Δεν μπορεί να ζητάς θέσεις εργασίας και εισοδήματα, όταν για να πάρει ο εργαζόμενος 850 ευρώ στο χέρι πρέπει ο εργοδότης να πληρώσει κοντά 1.300 ευρώ σε φόρους και εισφορές. Άλλες πρώην μνημονιακές χώρες, με χαρακτηριστικότερο παράδειγμα την Ιρλανδία, αλλά και την Κύπρο και την Πορτογαλία, προτίμησαν να δώσουν έμφαση στον περιορισμό των δαπανών και στην επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, από το να εφαρμόσουν μέτρα αύξησης της φορολογίας.
Στην Ελλάδα, δυστυχώς, επικράτησε το δόγμα του «πόσα μας λείπουν, να τα πάρουμε από φόρους». Και καταλήξαμε με ένα φορολογικό καθεστώς που καθηλώνει την ανάπτυξη. Που αλλάζει διαρκώς, προς το χειρότερο, ανάλογα με τις τρύπες που εμφανίζονται κάθε φορά στον προϋπολογισμό. Ένα καθεστώς με το οποίο κανείς δεν μπορεί να προγραμματίσει, να προϋπολογίσει και να σχεδιάσει σε ορίζοντα μεγαλύτερο του έτους.
Πρόβλημα είναι το αδιέξοδο με τα κόκκινα δάνεια, στα οποία έχουν παγιδευτεί χιλιάδες Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις. Σήμερα, δύο στις τρεις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις έχουν δάνεια σε καθυστέρηση. Το ποσοστό αυτό είναι διπλάσιο σε σχέση με το αντίστοιχο για τις μεγάλες επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν περισσότερες δυνατότητες να διαχειριστούν τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια. Με περισσότερες εγγυήσεις, με είσοδο στρατηγικών επενδυτών κτλ. Η μικρή και πολύ μικρή επιχείρηση, δεν έχει αυτές τις δυνατότητες. Θυμίζω ότι η χώρα έχει δεσμευθεί να μειώσει το ύψος των κόκκινων δανείων κατά 40 δις ευρώ ως το 2019 και μέχρι τώρα έχουν διαγραφεί δάνεια 12 δις ευρώ. Στο επόμενο διάστημα, λοιπόν, πολλές από τις επιχειρήσεις που είναι τώρα εγκλωβισμένες, θα βρεθούν στο στόχαστρο. Η άλλη πλευρά του νομίσματος, σε σχέση με τα κόκκινα δάνεια, είναι ότι βιώσιμες, υγιείς και εξωστρεφείς επιχειρήσεις δεν μπορούν να έχουν πρόσβαση σε δανεισμό. Και όταν δανείζονται, το κόστος είναι εξοντωτικό.
Υπάρχουν μεν χρηματοδοτικά εργαλεία από την Ε.Ε. την ΕΤΕπ και άλλους φορείς, ωστόσο η απορρόφηση των διαθέσιμων πόρων είναι χαμηλή τουλάχιστον σε σχέση με τις ανάγκες των ελληνικών Μικρομεσαίων Επιχειρήσεων. Αυτό συμβαίνει κυρίως γιατί τα κριτήρια χορήγησης είναι συνήθως είτε υπερβολικά αυστηρά σε σχέση με τα δεδομένα της αγοράς. Και επίσης, γιατί η χρήση τους απαιτεί χρονοβόρες και κοστοβόρες διαδικασίες, που μια Μικρομεσαία Επιχείρηση είναι δύσκολο να διαχειριστεί με τους πόρους που διαθέτει. Πέρα από τα προβλήματα που δημιούργησε η κρίση, υπάρχουν και αυτά που προϋπήρχαν. Και που δυστυχώς, δεν λύθηκαν παρά τις μνημονιακές δεσμεύσεις και εξαγγελίες.
Ελάχιστη πρόοδος έχει γίνει για τη μείωση της γραφειοκρατίας και για τη βελτίωση του νομοθετικού πλαισίου για τις επενδύσεις. Αν κάτι προχώρησε σε σχέση με την απλοποίηση διαδικασιών, αυτό ήταν η λειτουργία του ΓΕΜΗ και της Υπηρεσίας Μιας Στάσης για την ίδρυση επιχειρήσεων. Κατά τα άλλα, το περιβάλλον ειδικά για τις επενδύσεις παραμένει χαώδες και απρόβλεπτο. Τριάντα χρόνια συζητάμε για το Κτηματολόγιο και ακόμα να ολοκληρωθεί. Άλλα τόσα χρόνια συζητάμε για το χωροταξικό σχεδιασμό. Κι ακόμα δεν μπορεί να προχωρήσει επένδυση, χωρίς να βρεθεί αντιμέτωπη με εμπόδια, νομικές ασάφειες, αντιφατικές διατάξεις, προσφυγές και απρόβλεπτες εμπλοκές. Ελάχιστα έγιναν για την επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής δικαιοσύνης, με τις καθυστερήσεις να αγγίζουν πια τα όρια της αρνησιδικίας. Αν κάτι προχώρησε, είναι η εισαγωγή του θεσμού των εναλλακτικών μεθόδων επίλυσης διαφορών, με πρωταγωνιστές και πάλι τα Επιμελητήρια.
Αν θέλουμε, λοιπόν, ανάπτυξη πραγματική και όχι συγκυριακή και ασθενική, χρειάζονται γενναία μέτρα και παρεμβάσεις.
Οι διεκδικήσεις της Επιμελητηριακής Κοινότητας είναι γνωστές:
– Ανταγωνιστικό και σταθερό φορολογικό περιβάλλον. Με χαμηλότερους συντελεστές για τις επιχειρήσεις και μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, προκειμένου να στηριχθούν οι επενδύσεις και η απασχόληση.
– Βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης της πραγματικής οικονομίας. Πρέπει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά ο μηχανισμός της εξωδικαστικής ρύθμισης, ώστε να ξεκαθαρίσει το τοπίο. Και να μπορέσουν οι βιώσιμες επιχειρήσεις να σωθούν και να προχωρήσουν μπροστά.
– Χρηματοδοτικά εργαλεία, με κριτήρια που λαμβάνουν υπόψη τις ιδιαιτερότητες της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας αλλά και την τρέχουσα κατάσταση στην αγορά.
– Εκσυγχρονισμός νομοθετικών πλαισίων και διαδικασιών. Ταχύτερη απονομή δικαιοσύνης. Λιγότερη γραφειοκρατία, αποτελεσματικότερη Δημόσια Διοίκηση.
– Αποκρατικοποιήσεις με αναπτυξιακό πρόσημο.
– Στρατηγικές συνεργασίες ιδιωτικού και δημοσίου τομέα, σε επενδύσεις αναβάθμισης και αξιοποίησης σημαντικών υποδομών, όπως μαρίνες, αεροδρόμια, κέντρα διαμετακομιστικού εμπορίου.
– Ειδικό πλαίσιο στήριξης για τις επιχειρήσεις της Περιφέρειας και ειδικότερα για αυτές των ακριτικών νησιών.
Οι ελληνικές επιχειρήσεις, οι οποίες σηκώνουν στις πλάτες τους την ελληνική οικονομία εδώ και τόσα χρόνια, αξιώνουν πλέον γενναίες αποφάσεις και ουσιαστικά μέτρα. Αξιώνουν υπεθυνότητα, σοβαρότητα και αποτελεσματικότητα. Κι εμείς, ως εκπρόσωποί τους, θα συνεχίσουμε να τις στηρίζουμε. Με νέες, ποιοτικές υπηρεσίες. Αλλά και με τη συμμετοχή μας στο δημόσιο διάλογο και με παρεμβάσεις στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Θα είμαστε εδώ, για να συμβάλουμε με τις προτάσεις και τις διεκδικήσεις μας στην προσπάθεια για μια καλύτερη επόμενη ημέρα για τις επιχειρήσεις και για την ελληνική οικονομία».