«Έχουμε απόψε τη χαρά να βρισκόμαστε σε μια εξαιρετικά ενδιαφέρουσα εκδήλωση, με αντικείμενο το ρόλο της πολιτικής διαμεσολάβησης – ή lobbying όπως το γνωρίζουμε οι περισσότεροι – μέσα σε ένα περιβάλλον διαφάνειας και θεσπισμένων κανόνων.
Σύμφωνα με μια αρκετά διαδεδομένη ερμηνεία, ως lobbying ορίζεται «κάθε δραστηριότητα, η οποία έχει σχεδιαστεί ώστε να επηρεάζει πολιτικές αποφάσεις, μέσα από διάφορες ενέργειες, για λογαριασμό ατόμων, οργανισμών ή ομάδων. Υπό αυτή την έννοια, θα έλεγε κανείς ότι lobbying ασκείται από την αρχή της συγκρότησης των οργανωμένων κοινωνιών. Κάθε φορά που ένα άτομο ή ομάδα ατόμων ασκεί εξουσία, θα υπάρχουν πάντα άλλα άτομα ή ομάδες ατόμων που θα προσπαθούν να τους πείσουν να ασκήσουν αυτή την εξουσία με συγκεκριμένο τρόπο. Από τις Αγορές της αρχαίας Ελλάδας και της αρχαίας Ρώμης, μέχρι τους αυλικούς του μεσαίωνα, σε κάθε εποχή υπήρχαν οι αντίστοιχοι lobbyists ο οποίοι επιδίωκαν να ασκήσουν επιρροή.
Ως οργανωμένη πρακτική, ωστόσο – σε αντιδιαστολή με την ενστικτώδη δράση – το lobbying αποτελεί αγγλοσαξωνική «εφεύρεση». Στην Ευρώπη, το lobbying εμφανίστηκε μόλις πριν από μερικές δεκαετίες. Αναπτύχθηκε όμως ταχύτατα, μαζί με την αύξηση της πολιτικής επιρροής και των τομέων δικαιοδοσίας της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Περισσότεροι από 2.500 φορείς και ομάδες συμφερόντων διατηρούν σήμερα μόνιμες αντιπροσωπίες στις Βρυξέλλες, με σκοπό την άσκηση επιρροής στις νομοθετικές διαδικασίες της Ε.Ε. Και υποστηρίζονται από περίπου 15.000 επαγγελματίες, υψηλής κατάρτισης και προσόντων.
Όσο διευρύνεται, ωστόσο, αυτή η πρακτική, τόσο εδραιώνεται στη συνείδηση της κοινής γνώμης η αντίληψη ότι το λόμπινγκ αποτελεί εξ ορισμού απειλή για τη δημοκρατία. Κι αυτή η αντίληψη δεν συνδέεται τόσο με τη φύση της συγκεκριμένης δραστηριότητας, όσο με το πέπλο αδιαφάνειας που καλύπτει την άσκησή της.
Η αλήθεια είναι ότι το lobbying, όταν ασκείται με τους κατάλληλους κανόνες, μπορεί να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι μιας υγιούς δημοκρατίας. Μπορεί να ενισχύσει τον πλουραλισμό, δίνοντας τη δυνατότητα σε διαφορετικές ομάδες συμφερόντων να παρουσιάσουν συγκροτημένα τις απόψεις τους, για αποφάσεις που μπορούν να τους επηρεάσουν. Μπορεί, επίσης, να συμβάλει στη βελτίωση της ποιότητας του νομοθετικού έργου και το περιεχόμενο των αποφάσεων. Με τη συμμετοχή στη διαβούλευση, με την παροχή εξειδικευμένης τεχνογνωσίας, στατιστικών στοιχείων και επιχειρημάτων, αλλά και με τη συμβολή στη διαμόρφωση τροποποιήσεων, το lobbying μπορεί να συνεισφέρει στην παραγωγή αποτελεσματικότερων νομοθετημάτων. Μπορεί, τέλος, να αναβαθμίσει τη διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου, παρέχοντας στους βουλευτές, τόσο της εκάστοτε συμπολίτευσης όσο και της αντιπολίτευσης, ενημέρωση, τεκμηριωμένα στοιχεία και επιχειρήματα, αναβαθμίζοντας έτσι τη διαδικασία του κοινοβουλευτικού ελέγχου.
Σε κοινωνίες µε μακρά εµπειρία στον κοινοβουλευτισµό, αλλά και στην οικονοµία της ελεύθερης αγοράς, συµφέροντα παρεµφερή µε αυτά που στην Ελλάδα λέμε ότι αποτελούν τη «διαπλοκή», έχουν θεσμοθετηθεί ως οργανωμένες ομάδες, με σκοπό την άσκηση πίεσης προς τα κέντρα εξουσίας. Σε χώρες όπως το Ηνωμένο Βασίλειο, εταιρίες ή άλλες ομάδες μπορούν νόμιμα και ανοιχτά να συνδιαλέγονται με κυβερνητικούς φορείς και στελέχη της δημόσιας διοίκησης, με στόχο να επηρεάσουν το σχεδιασμό της πολιτικής στρατηγικής.
Στην Ελλάδα, αλλά και σε πολλές άλλες ευρωπαϊκές χώρες, αυτή η δραστηριότητα γίνεται συνήθως πίσω από κλειστές πόρτες. Μάλιστα, τα τελευταία χρόνια στη χώρα μας, θα έλεγε κανείς ότι το κίνητρο για παρέμβαση στη διαδικασία λήψης αποφάσεων είναι εντονότερο από ποτέ. Τόσο για τις επιχειρήσεις και ευρύτερα τους επιχειρηματικούς κλάδους, όσο και για άλλες ομάδες συμφερόντων. Οι σαρωτικές αλλαγές που έφεραν η κρίση και τα μνημόνια, η αίσθηση της ρευστότητας όσον αφορά το ευρύτερο οικονομικό και επιχειρηματικό περιβάλλον, σαφώς δημιουργούν στις επιχειρήσεις την ανάγκη να επηρεάσουν το διάλογο που διαμορφώνει το πλαίσιο της δραστηριότητάς τους. Να προσπαθήσουν να προστατέψουν τα συμφέροντά τους, να διασφαλίσουν καλύτερους όρους για την ανταγωνιστικότητα και την ανάπτυξή τους.
Σε έρευνα που έγινε πριν από μια πενταετία στην Ελλάδα – ως μέρος πανευρωπαϊκής έρευνας της Burson Marsteller – είχε αναδειχθεί η δυνητική χρησιμότητα του lobbying ως παράγοντα που μπορεί να βοηθήσει στην ανάπτυξη αποτελεσματικών πολιτικών. Τόσο πανευρωπαϊκά, όσο και στην Ελλάδα, κορυφαίοι πολιτικοί και υπηρεσιακοί παράγοντες που συμμετείχαν στην έρευνα, είχαν αναγνωρίσει ότι η συγκεκριμένη πρακτική μπορεί να έχει θετικό ρόλο, εφόσον ασκείται στη βάση θεσμοθετημένων κανόνων ηθικής και διαφάνειας. Η κύρια πρόκληση, λοιπόν, για τη χώρα μας αλλά και για την Ευρώπη, παραμένει η διαμόρφωση και η εφαρμογή αυτών των κανόνων.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση, αν και με αρκετή καθυστέρηση, έκανε ένα βήμα προς αυτή την κατεύθυνση, θεσπίζοντας το Μητρώο Διαφάνειας, με τις εταιρίες και τους φορείς που δραστηριοποιούνται στο χώρο. Ωστόσο, μέχρι τώρα, η εγγραφή σε αυτό παραμένει προαιρετική. Σε επίπεδο χωρών – μελών της Ε.Ε. ελάχιστες είναι αυτές που διαθέτουν ένα συγκροτημένο πλαίσιο νομικών και άλλων μέτρων προστασίας από αδιαφανείς πρακτικές.
Η Ελλάδα είναι από τις χώρες που δεν διαθέτουν ακόμη καμία συναφή ρύθμιση. Ούτε υπό τη μορφή κώδικα δεοντολογίας ή καταλόγου εγγεγραμμένων ομάδων συμφερόντων. Αυτή η έλλειψη είναι αναμενόμενο να δημιουργεί ένα θολό τοπίο, το οποίο αφήνει χώρο για την ανάπτυξη αθέμιτων πρακτικών και πλήττει συνολικά την αξιοπιστία, τόσο των επιχειρήσεων, όσο και του πολιτικού συστήματος. Η αδιαφάνεια και – αντίστοιχα – το αίσθημα της καχυποψίας τροφοδοτούνται στην Ελλάδα και από την ευρύτερα προβληματική ποιότητα της νομοθετικής διαδικασίας. Η οποία εμφανίζεται με πολλές μορφές: με την πολυνομία και την κακονομία. Με την υπερπληθώρα των νομικών ρυθμίσεων, με την ασάφεια, την ατέλεια και την αντιφατικότητα, με τις άσχετες τροπολογίες. Με την ανάγκη για αναρίθμητες ερμηνευτικές εγκυκλίους.
Εμφανίζεται επίσης, και με τον προσχηματικό – τις περισσότερες φορές – χαρακτήρα της δημόσιας ανοικτής διαβούλευσης. Όταν δεν υπάρχουν σαφείς και απαράβατοι κανόνες για τη διαφανή και ισότιμη συμμετοχή των ενδιαφερόμενων μερών στις διαδικασίες διαβούλευσης ή στην παραγωγή σχεδίων ρυθμίσεων, πώς μπορεί να υπάρξει έλεγχος και κυρώσεις για τις αθέμιτες πρακτικές επιρροής;
Η θέση μας, επομένως, είναι σαφής: Υποστηρίζουμε κάθε πρωτοβουλία, σε ευρωπαϊκό και εθνικό επίπεδο, με σκοπό τη δημιουργία ενός ολοκληρωμένου, ισχυρού ρυθμιστικού πλαισίου για την άσκηση του lobbying. Εχθρός της δημοκρατικής διαδικασίας δεν είναι το ίδιο το lobbying. Η δημοκρατία ωφελείται από την ύπαρξη και την έκφραση ομάδων, που αντιπροσωπεύουν ολόκληρα τμήματα της ελληνικής κοινωνίας. Και οι επιχειρήσεις ήταν και θα είναι μέρος της ελληνικής κοινωνίας. Ήταν και θα είναι η ραχοκοκαλιά του συστήματος που στηρίζει το κοινωνικό οικοδόμημα. Εχθρός της δημοκρατικής διαδικασίας είναι η αδιαφάνεια και η μυστικότητα. Είναι η υποκρισία απέναντι σε μια δραστηριότητα που υπήρχε και θα υπάρχει, είτε την αναγνωρίζουμε και την αποδεχόμαστε, είτε όχι.
Είναι καιρός, λοιπόν, να προχωρήσουμε με μια νέα αντίληψη. Να αποδεχθούμε το lobbying ως θεσμό της δημοκρατικής διαδικασίας και να οριοθετήσουμε το πλαίσιο στο οποίο θα λειτουργεί. Και ταυτόχρονα, να απαιτήσουμε τη ριζική αναβάθμιση της νομοθετικής διαδικασίας, ώστε να ενισχύεται η διαφάνεια και να αναβαθμίζεται η ποιότητα του παραγόμενου έργου.
– Με συγκεκριμένες διαδικασίες διαβούλευσης, που θα επιτρέψουν σε όλες τις ομάδες συμφερόντων να βρουν τη θέση τους στο επίσημο τραπέζι του δημοσίου διαλόγου. Ανεξάρτητα από το ποιον γνωρίζουν, ανεξάρτητα από το πόσα χρήματα διαθέτουν για επαγγελματικό lobbying.
– Αλλά και με καλύτερο νομοθετικό προγραμματισμό, με μείωση του ρυθμιστικού όγκου, κωδικοποίηση, έλεγχο των νομοσχεδίων από το ΣτΕ πριν την κατάθεσή τους στη Βουλή, εξορθολογισμό και έλεγχο των προσθηκών και τροπολογιών.
Το lobbying είναι μια διαδικασία απόλυτα φυσιολογική, όσο και αναπόφευκτη. Είναι καλύτερο για όλους να ασκείται ανοιχτά, με διαφάνεια, μέσα σε ένα δομημένο πλαίσιο κανόνων. Ένα πλαίσιο που θα απομονώνει τις κακές πρακτικές και θα δίνει τέλος στο «κυνήγι μαγισσών». Ένα πλαίσιο που θα επιτρέψει στο lobbying να εξελιχθεί σε αυτό που μπορεί να γίνει: ένα θεμιτό και χρήσιμο μέρος της διαδικασίας σχεδιασμού και ανάπτυξης πολιτικών.
Είμαι βέβαιος ότι στο πλαίσιο της αποψινής εκδήλωσης, θα ακούσουμε ενδιαφέρουσες προτάσεις και απόψεις για το πώς θα μπορέσουμε να προχωρήσουμε ένα βήμα μπροστά προς αυτή την κατεύθυνση».