«Έχουμε τη χαρά να πραγματοποιούμε τη σημερινή διευρυμένη συνεδρίαση της Διοικούσας Επιτροπής στην Κοζάνη, με την ευκαιρία του εορτασμού των 100 χρόνων από την ίδρυση του τοπικού Επιμελητηρίου.
Θα ήθελα, λοιπόν να συγχαρώ τον Πρόεδρο και τα στελέχη του Επιμελητηρίου Κοζάνης, για τη σημαντική αυτή επέτειο. Να τους ευχαριστήσω, επίσης, για την άριστη διοργάνωση, για τη ζεστή υποδοχή και φιλοξενία τους. Και βεβαίως, να ευχηθώ σε όλους μια καλή και δημιουργική χρονιά.
Μετά από μια μακρά περίοδο ύφεσης και αβεβαιότητας, το 2019 είναι η χρονιά που πρέπει να κάνουμε αποφασιστικά βήματα μπροστά. Η κύρια ευθύνη για τη μελλοντική πορεία της χώρας και της οικονομίας βρίσκεται πια στα χέρια μας. Τώρα είναι η κρίσιμη περίοδος, στην οποία θα διαμορφωθούν οι συνθήκες της επόμενης ημέρας.
Τώρα πρέπει να επιδιώξουμε τη ριζική αλλαγή του παραγωγικού μοντέλου της χώρας. Τώρα πρέπει να εστιάσουμε στην προσέλκυση ιδιωτικών κεφαλαίων και επενδύσεων από το εξωτερικό. Τώρα πρέπει να στηρίξουμε την εξωστρέφεια και την ανταγωνιστικότητα των ελληνικών επιχειρήσεων.
Οι στόχοι αυτοί δεν επιτυγχάνονται αυτόματα, επειδή βγήκαμε από τα μνημόνια. Απαιτούν σχέδιο, σχεδιασμό, αποτελεσματικότητα. Είναι αλήθεια, ότι τη χρονιά που πέρασε η ελληνική οικονομία βρέθηκε σε καλύτερη κατάσταση, σε σύγκριση με το πρόσφατο παρελθόν. Η οικονομική ανάκαμψη ενισχύθηκε, το ίδιο οι εξαγωγές και ο τουρισμός. Οι δείκτες καταναλωτικής εμπιστοσύνης και επιχειρηματικών προσδοκιών βελτιώθηκαν. Η ανεργία μειώθηκε. Η αγορά ακινήτων μετά από μία περίοδο δεκαετούς πτώσεως άρχισε να ανακάμπτει.
Την ίδια ώρα όμως οι αποδόσεις των ελληνικών κρατικών τίτλων συνεχίζουν να βρίσκονται σε σχετικά υψηλό επίπεδο πράγμα που δυσχεραίνει την προσπάθεια εξόδου της χώρας μας στις αγορές. Ενώ η ανάπτυξη το 2018 στηρίχτηκε και πάλι στην ιδιωτική κατανάλωση και τις τουριστικές εισπράξεις και όχι στην επενδυτική δαπάνη που παραμένει υποτονική και δεν καλύπτει ακόμα το ύψος των αποσβέσεων.
Ως προς τις επιχειρήσεις: Και εδώ υπάρχουν κάποια θετικά μηνύματα. Σύμφωνα με τα στοιχεία του ΓΕΜΗ, το 2018 είχαμε πανελλαδικά μια έκρηξη δημιουργίας νέων επιχειρήσεων, με πάνω από 32.000 συστάσεις. Ενώ περιορίστηκαν ταυτόχρονα τα λουκέτα, με τις διαγραφές να φθάνουν λίγο πάνω από τις 18.500. Το ζητούμενο, ωστόσο, δεν είναι να έχουμε απλώς περισσότερες επιχειρήσεις. Χρειαζόμαστε επιχειρήσεις υγιείς, βιώσιμες και ανταγωνιστικές. Επιχειρήσεις που θα παράγουν διεθνώς εμπορεύσιμα προϊόντα και υπηρεσίες, που θα επενδύσουν στην καινοτομία, στη διαφοροποίηση, στην ποιότητα. Επιχειρήσεις που θα μπορέσουν να ενταχθούν σε διεθνείς αλυσίδες αξίας. Πολλές επιχειρήσεις στρέφονται ήδη προς αυτή την κατεύθυνση. Εκσυγχρονίζουν τη λειτουργία τους, αναπροσανατολίζουν τη στρατηγική τους, καταρτίζουν και υλοποιούν νέα, φιλόδοξα σχέδια.
Τα εμπόδια όμως, παραμένουν. Και είναι σημαντικά. Ιδίως για τις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις, οι οποίες από τη φύση τους αντιμετωπίζουν μια σειρά από δυσκολίες: την έλλειψη επαρκών κεφαλαίων, την υστέρηση σε θέματα εσωτερικής διαχείρισης, τη δυσκολία να επενδύσουν σε ανθρώπινο δυναμικό. Υπάρχουν όμως και τα προβλήματα που χαρακτηρίζουν το ευρύτερο περιβάλλον λειτουργίας των επιχειρήσεων. Είναι η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία πρόσβασης σε χρηματοδότηση. Με τις τράπεζες να βρίσκονται σε αδράνεια, εδώ και χρόνια, έχοντας παγώσει την παροχή νέων πιστώσεων, ιδιαίτερα στις Μικρομεσαίες Επιχειρήσεις. Ακόμα όμως και οι επιχειρήσεις που μπορούν να δανείζονται από τις διεθνείς χρηματαγορές, «πληρώνουν» τη δυσπιστία απέναντι στη χώρα με τη μορφή ιδιαίτερα υψηλών επιτοκίων. Πρόβλημα είναι, επίσης, η υψηλή φορολογία, αλλά και μια σειρά ακόμη από αδυναμίες, που εξακολουθούν να καθηλώνουν τη διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας:
– Το πολύπλοκο και ασταθές φορολογικό περιβάλλον.
– Η ασάφεια και οι ελλείψεις στο κανονιστικό πλαίσιο για τις επενδύσεις.
– Η γραφειοκρατία.
– Η αδυναμία παραγωγής καινοτομίας.
Όλα αυτά τα ζητήματα θα πρέπει να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά στο αμέσως επόμενο διάστημα, προκειμένου οι ελληνικές επιχειρήσεις να καταφέρουν να σταθούν με αξιώσεις, σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Ζήτημα πρώτης προτεραιότητας για την αγορά, δεν μπορεί παρά να αποτελεί η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης των επιχειρήσεων από το τραπεζικό σύστημα. Χωρίς υγιείς τράπεζες, χωρίς νέες πιστώσεις, δεν μπορούμε να μιλάμε για ανάκαμψη και ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας. Όσο η σημερινή κατάσταση συνεχίζεται, κάθε προσπάθεια είναι εκ των προτέρων καταδικασμένη. Χρειάζονται, λοιπόν, δραστικές λύσεις. Κι αυτές θα πρέπει να αφορούν κυρίως στην αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Για να μπουν νέοι επενδυτές στις τράπεζες και να τις δυναμώσουν κεφαλαιακά, για ακόμη μια φορά, θα πρέπει να υπάρξουν ξεκάθαρες προοπτικές για την κερδοφορία τους. Και θα πρέπει βεβαίως να απομακρυνθούν οι αβεβαιότητες από τους ισολογισμούς τους.
Γι’ αυτό και ως Επιμελητηριακή Κοινότητα βλέπουμε θετικά την πρόταση της Τράπεζας της Ελλάδος για οχήματα ειδικού σκοπού, για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων. Γιατί πιστεύουμε ότι η απαλλαγή των τραπεζών από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα θα τους επιτρέψει να προσελκύσουν κεφάλαια, να εστιάσουν στην πιστωτική επέκταση και στην κερδοφορία τους.
Πέρα από τη βελτίωση των συνθηκών χρηματοδότησης, ζητούμε και μια σειρά από στοχευμένες πολιτικές, οι οποίες θα επιτρέψουν στις επιχειρήσεις να ανακάμψουν και να ενισχύσουν την ανταγωνιστικότητά τους.
– Ζητούμε τη βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος: με δραστική απλοποίηση της φορολογικής νομοθεσίας, με καθιέρωση flat tax για τις επιχειρήσεις στο 15%, με θέσπιση ενιαίας φορολογικής κλίμακας. Με μείωση των ασφαλιστικών εισφορών, από το 20% στο 10%.
– Ζητούμε την εφαρμογή συγκεκριμένων μέτρων, για την ενίσχυση της Μικρομεσαίας Επιχειρηματικότητας: με κίνητρα και ευέλικτα χρηματοδοτικά εργαλεία, για να επενδύσει στην καινοτομία και στην εξωστρέφεια. Με ειδικά προγράμματα για τις νεοφυείς επιχειρήσεις.
– Ζητούμε μια νέα εθνική πολιτική για τη μεταποίηση: με ανάδειξη και ενίσχυση δυναμικών κλάδων, με πολιτικές για τη μείωση του ενεργειακού κόστους, με νέα στρατηγική για τη χρηματοδότηση επενδύσεων.
– Ζητούμε παρεμβάσεις για αποτελεσματικότερη δημόσια διοίκηση και μείωση της γραφειοκρατίας. Με θέσπιση ποιοτικών και ποσοτικών στόχων, με ενίσχυση των μέσων ηλεκτρονικής διακυβέρνησης, με αξιοποίηση θεσμών όπως η αυτοπληροφόρηση του Δημοσίου κ.ά.
– Ζητούμε την αντιμετώπιση της πολυνομίας και της κακονομίας: με ουσιαστικό νομοθετικό προγραμματισμό, με ανώτατα ετήσια όρια παραγωγής νομοθεσίας ανά Υπουργείο, με σαφή κωδικοποίηση, με εξορθολογισμό και έλεγχο των υπουργικών και βουλευτικών προσθηκών και τροπολογιών.
– Ζητούμε να προχωρήσουν οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις: με επιτάχυνση των αποκρατικοποιήσεων, προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα, επιτάχυνση της διαδικασίας απονομής της δικαιοσύνης, αναμόρφωση του Πτωχευτικού Κώδικα, ολοκλήρωση του εθνικού και χωροταξικού σχεδιασμού και κωδικοποίηση των χρήσεων γης.
– Ζητούμε τη σύνδεση των Πανεπιστημίων με τον κόσμο της παραγωγής. Τη δυνατότητα να υπάρξουν συνεργασίες με τον ιδιωτικό τομέα, για τη χρηματοδότηση της έρευνας και την αξιοποίηση της γνώσης για την ανάπτυξη της καινοτομίας.
Αυτό που ζητούμε πάνω από όλα είναι σοβαρότητα και υπευθυνότητα, σε αυτή την κρίσιμη για τη χώρα και για την οικονομία περίοδο. Το 2019 είναι έτος εκλογών. Θα είναι, όμως, ολέθριο λάθος να εμπλακεί η χώρα σε μια παρατεταμένη περίοδο οξύτητας, παροχολογίας και αβεβαιότητας. Ιδιαίτερα τώρα, σε μια χρονική συγκυρία όπου το διεθνές περιβάλλον γίνεται λιγότερο ευνοϊκό. Όπου η Ελλάδα εξακολουθεί να βρίσκεται στο μικροσκόπιο των αγορών. Και θα κληθεί να πληρώσει ακριβά, κάθε ενδεχόμενο στραβοπάτημα. Αυτό πρέπει να γίνει κατανοητό από όλους. Οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου οφείλουν να δράσουν υπεύθυνα και σε κλίμα συναίνεσης. Οφείλουν να δείξουν, εντός και εκτός Ελλάδας, ότι η ελληνική οικονομία θα συνεχίσει να κινείται σε τροχιά ανάκαμψης. Θα συνεχίσει τη διαδικασία του μετασχηματισμού της, με σκοπό μια ταχύτερη και διατηρήσιμη ανάπτυξη, χωρίς τις στρεβλώσεις του παρελθόντος.
Το 2019 θα πρέπει να είναι έτος δράσης και όχι παράλυσης. Διαφορετικά όλοι θα χάσουμε. Η Ελλάδα διαθέτει δυναμικές επιχειρήσεις, οι οποίες έχουν την ευελιξία, το πάθος και την επιμονή, για να κερδίσουν το στοίχημα. Αυτό που τους λείπει – κι αυτό που θα συνεχίσουμε να ζητούμε – είναι ένα περιβάλλον βιώσιμο, ένα γόνιμο έδαφος, στο οποίο θα μπορέσουν να υλοποιήσουν τα σχέδιά τους και να οδηγήσουν την πορεία της ελληνικής οικονομίας προς ένα καλύτερο μέλλον.
Θα είμαστε, λοιπόν, και φέτος εδώ. Να στηρίζουμε καθημερινά τις προσπάθειές τους, να μεταφέρουμε τη φωνή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Να διεκδικούμε καλύτερες προοπτικές για την ανάπτυξή τους».