«Γνωρίζετε ότι η Ελλάδα βιώνει τα τελευταία χρόνια μια πρωτοφανή στα διεθνή χρονικά οικονομική κρίση. Η ελληνική οικονομία βρίσκεται σε ύφεση τα τελευταία οκτώ χρόνια, με το ΑΕΠ της να έχει συρρικνωθεί σε ποσοστό άνω του 25%.
Στην εκδήλωση της κρίσης συνέβαλε, θα έλεγα, ένα μείγμα ενδογενών και εξωγενών παραγόντων. Οι ρίζες της βρίσκονται στις δομικές αδυναμίες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας και στην πολιτική κουλτούρα, η οποία τις εξέθρεψε. Μια κουλτούρα στηριγμένη στην πελατειακή σχέση των πολιτών με το κράτος, στις δικαιωματικές παροχές, στη διαφύλαξη συντεχνιακών «κεκτημένων», στις εύκολες λύσεις και στις λογικές της ήσσονος προσπάθειας. Βρίσκονται, επίσης, σε ένα σύστημα εχθρικό προς την ιδιωτική πρωτοβουλία. Ένα σύστημα που δημιουργούσε εμπόδια στην επιχειρηματικότητα, μέσω της υψηλής φορολογίας, της γραφειοκρατίας, των κρατικών μονοπωλίων, των περιορισμών στις αγορές, του ανελαστικού καθεστώτος εργασίας. Η Ελλάδα εντάχθηκε στη ζώνη του κοινού νομίσματος, χωρίς να έχει δημιουργήσει τις κατάλληλες βάσεις. Στη συνέχεια, επωφελήθηκε από τα χαμηλά επιτόκια δανεισμού και τους πόρους των διαρθρωτικών ταμείων, για να χτίσει μια ανάπτυξη προσανατολισμένη σχεδόν αποκλειστικά στην κατανάλωση.
Η κατανάλωση, τροφοδοτούμενη από φθηνό δανεισμό, ήταν αυτή που δημιούργησε το 97% της σωρευτικής αύξησης του ΑΕΠ της χώρας, από το 2000 μέχρι και το 2008, ενώ η παραγωγική βάση της οικονομίας συνέχιζε να φθίνει, μέσα σε ένα περιβάλλον εχθρικό για τις επενδύσεις. Σταδιακά, η εγχώρια παραγωγή κάλυπτε όλο και μικρότερο μέρος τις ανάγκες της όλο και υψηλότερης κατανάλωσης. Το μοντέλο αυτό οδήγησε σε αύξηση των δημοσίων ελλειμμάτων, στη μεγέθυνση του δημοσίου χρέους και στη μείωση της ανταγωνιστικότητας. Και κατέρρευσε τελικά με πάταγο, όταν εκδηλώθηκε η διεθνής χρηματοπιστωτική κρίση του 2007. Η συνέχεια είναι γνωστή. Η χώρα χρειάστηκε να ενταχθεί σε μηχανισμό στήριξης, να εφαρμόσει ένα δρακόντειο πρόγραμμα δημοσιονομικής προσαρμογής και να υποστεί μια τεράστια εσωτερική υποτίμηση. Η ύφεση, η εκτίναξη της ανεργίας και η κάθετη πτώση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών, είναι οι συνέπειες που βίωσε και βιώνει ακόμα η ελληνική κοινωνία.
Ωστόσο, έστω και με αυτό το δυσβάσταχτο οικονομικό και κοινωνικό κόστος, τα τελευταία χρόνια έγιναν και σημαντικά θετικά βήματα. Βήματα για την αντιμετώπιση των παθογενειών και των διαρθρωτικών αδυναμιών του παρελθόντος.
– Εξαλείφθηκαν τα δίδυμα ελλείμματα της οικονομίας, δηλαδή το πρωτογενές δημοσιονομικό έλλειμμα και το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών.
– Ανακτήθηκε ένα σημαντικό μέρος της ανταγωνιστικότητας της οικονομίας
– Αυξήθηκε σημαντικά – σχεδόν διπλασιάστηκε – η συμμετοχή των εξαγωγών στο ΑΕΠ.
– Προχώρησαν σημαντικές μεταρρυθμίσεις στις αγορές εργασίας και προϊόντων.
Σε αυτά τα βήματα στηρίζονται σήμερα οι προοπτικές και οι προσδοκίες για ανάκαμψη της ελληνικής οικονομίας.
Σημάδια βελτίωσης σαφώς υπάρχουν.
– Το 2015, παρά την ακραία αβεβαιότητα που επικράτησε στο πρώτο εξάμηνο του έτους και παρά την επιβολή των ελέγχων στην κίνηση κεφαλαίων, το ΑΕΠ συρρικνώθηκε μόλις κατά 0,2%.
– Το 2016 η ύφεση τα δύο πρώτα τρίμηνα ήταν ηπιότερη σε σχέση με τις προβλέψεις, ενώ το τρίτο τρίμηνο σημειώθηκε θετικός ρυθμός ανάπτυξης. Η σημαντική επιβράδυνση που παρουσίασε η οικονομία το τελευταίο τρίμηνο, είχε ως αποτέλεσμα να κλείσει το έτος με οριακή ύφεση.
Ωστόσο, οι επιδόσεις αυτές δείχνουν ότι η ελληνική οικονομία διαθέτει αντοχές και αποθέματα αναπτυξιακού δυναμικού. Δείχνουν, επίσης, ότι με τις κατάλληλες προϋποθέσεις, το 2017 μπορεί να είναι έτος ανάπτυξης.
Το κρίσιμο ερώτημα είναι αν αυτές οι προϋποθέσεις καλύπτονται.
Κι εδώ φοβάμαι ότι η απάντηση δεν είναι θετική. Υπάρχουν σήμερα μια σειρά από παράγοντες, που δυσχεραίνουν την πορεία επιστροφής της ελληνικής οικονομίας στην ανάπτυξη.
Ο πρώτος είναι η συνεχιζόμενη αβεβαιότητα, σε σχέση με την αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος και τη λήψη μέτρων για τη διευθέτηση του δημοσίου χρέους.
Είναι προφανές ότι η παράταση της εκκρεμότητας προκαλεί αίσθημα ανασφάλειας στην πραγματική οικονομία. Αποτρέπει επενδύσεις και νέες επιχειρηματικές πρωτοβουλίες, παγώνει την εμπιστοσύνη των καταθετών και κατ’ επέκταση την επιστροφή καταθέσεων στο τραπεζικό σύστημα.
Επιπλέον, όσο καθυστερεί η ολοκλήρωση της αξιολόγησης, η χώρα στερείται τη δυνατότητα ένταξης στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, εξέλιξη η οποία θα έδινε μια σημαντική ανάσα ρευστότητας στην πραγματική οικονομία.
Ένα δεύτερο μεγάλο πρόβλημα είναι η έλλειψη ρευστότητας και η αδυναμία του τραπεζικού συστήματος να καλύψει επαρκώς τις ανάγκες των επιχειρήσεων σε κεφάλαια. Η δυσκολία αυτή σχετίζεται σαφώς με το θέμα της διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων. Παρά τις πρόσφατες θετικές εξελίξεις, όπως ήταν η δημοσίευση του σχεδίου νόμου για την εξωδικαστική ρύθμιση των οφειλών, οι διαδικασίες διαμόρφωσης του κατάλληλου πλαισίου προχωρούν με αργούς ρυθμούς. Με αποτέλεσμα να αυξάνονται οι κεφαλαιακές πιέσεις προς τις τράπεζες και να παραμένουν κλειστές οι πόρτες του δανεισμού για τις επιχειρήσεις.
Ο τρίτος σημαντικός παράγοντας που δρα ανασταλτικά στην πορεία ανάκαμψης είναι βεβαίως η εξοντωτική φορολογία. Εδώ έχουμε μια από τις τραγικότερες αστοχίες στο πλαίσιο της εφαρμογής των Μνημονίων. Σε αντίθεση με ό,τι συνέβη σε άλλες χώρες που εντάχθηκαν στο μηχανισμό στήριξης, στην Ελλάδα το κύριο βάρος της δημοσιονομικής προσαρμογής έπεσε στο σκέλος των εσόδων. Αντί να δοθεί έμφαση στην περιστολή των δαπανών, με τολμηρές αποκρατικοποιήσεις και με εξορθολογισμό της λειτουργίας της δημόσιας διοίκησης, διαδοχικές κυβερνήσεις – με την ανοχή και των δανειστών – επέλεξαν το δρόμο της φορολογικής εξόντωσης του ιδιωτικού τομέα. Έτσι, αντί να θεραπεύεται ο πραγματικός ασθενής που λέγεται ελληνικό δημόσιο, συντηρείται όλα αυτά τα χρόνια σε βάρος των υγιών δυνάμεων της ελληνικής οικονομίας. Είναι χαρακτηριστικό ότι το 2017 οι φόροι και οι εισφορές θα υπερβούν το 60% του εισοδήματος των Ελλήνων. Αυτό σημαίνει περαιτέρω μείωση του διαθέσιμου εισοδήματος, περαιτέρω επιβάρυνση της επιχειρηματικής δραστηριότητας και – βεβαίως – αποτροπή επενδυτικών κινήσεων. Η επίτευξη θετικού ρυθμού μεταβολής του ΑΕΠ, μπορεί να θεωρείται εφικτός στόχος για το 2017. Όμως για να επανέλθει η οικονομία και το βιοτικό επίπεδο των πολιτών στα προ κρίσης επίπεδα, δεν αρκεί ένα θετικό πρόσημο. Χρειάζονται υψηλοί και ταυτόχρονα διατηρήσιμοι ρυθμοί ανάπτυξης για τα επόμενα χρόνια. Αυτό μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την προσέλκυση ιδιωτικών επενδύσεων. Μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσα από την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της εξωστρέφειας της ελληνικής οικονομίας. Οι συνθήκες που επικρατούν σήμερα δεν ευνοούν αυτή την προσπάθεια. Η Ελλάδα θα έπρεπε να έχει διδαχθεί από το παράδειγμα των άλλων χωρών και κυρίως της Ιρλανδίας. Η Ιρλανδία ήταν η πρώτη χώρα που βγήκε από το μηχανισμό στήριξης. Η οικονομία της ανέκτησε ταχύτατα τη δυναμική της και σήμερα αναπτύσσεται σταθερά.
Γιατί συνέβη αυτό;
Γιατί η Ιρλανδία εφάρμοσε με συνέπεια ένα πρόγραμμα προσανατολισμένο στις διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Γιατί παρά τις ασφυκτικές πιέσεις των δανειστών, δεν δέχθηκε ποτέ να εφαρμόσει μέτρα αύξησης της φορολογίας. Γιατί υπερασπίστηκε το ανταγωνιστικό της πλεονέκτημα, που ήταν και είναι το ευνοϊκό φορολογικό περιβάλλον.Γιατί φρόντισε να περιορίσει τις κρατικές δαπάνες και να προωθήσει βαθύτερες διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις. Χαρακτηριστική είναι επίσης η σύγκριση της Ελλάδας με την Πορτογαλία, στο θέμα των εξαγωγών. Την περίοδο 2009 – 2014 οι εξαγωγές στην Πορτογαλία αυξήθηκαν κατά 50%, ενώ στην Ελλάδα η αύξηση ήταν 15% κι αυτό έγινε κυρίως χάρη στην υπερπροσπάθεια των Ελλήνων εξαγωγέων. Αυτό σημαίνει πώς ό,τι προσπαθεί να κερδίσει σε ανταγωνιστικότητα η Ελλάδα, εφαρμόζοντας μια μεγάλη εσωτερική υποτίμηση, το χάνει εξαιτίας της φορολογίας. Όλες αυτές οι επισημάνσεις συντείνουν σε ένα βασικό συμπέρασμα. Για να επιτύχει η ελληνική οικονομία ισχυρό και διατηρήσιμο ρυθμό ανάπτυξης, χρειάζονται ιδιωτικά κεφάλαια και επενδύσεις. Κάτι που με τη σειρά του προϋποθέτει: οικονομική σταθερότητα, ευνοϊκότερο φορολογικό περιβάλλον, καλύτερες συνθήκες πρόσβασης σε χρηματοδότηση και επιτάχυνση των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων.
Η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει διατυπώσει συγκεκριμένες θέσεις και προτάσεις μέτρων σε όλους αυτούς τους τομείς.
Θα μου επιτρέψετε να αναφέρω συνοπτικά τις κυριότερες από αυτές:
– Ζητούμε κατ’ αρχήν να ολοκληρωθεί άμεσα η αξιολόγηση του τρέχοντος προγράμματος. Κάθε παράταση της εκκρεμότητας μειώνει τις πιθανότητες ανάκαμψης της ελληνικής οικονομίας τη φετινή χρονιά.
– Ζητούμε να εφαρμοστεί ταχύτερα το πλαίσιο για τη διαχείριση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση βιώσιμων επιχειρηματικών σχεδίων. Ειδικότερα έχουμε προτείνει και ζητούμε να αξιοποιηθεί η τεχνογνωσία των Επιμελητηρίων στο θέμα της εξωδικαστικής ρύθμισης οφειλών.
– Ζητούμε αλλαγή του μείγματος της δημοσιονομικής πολιτικής, προς την κατεύθυνση της μείωσης της φορολογίας. Ειδικότερα, έχουμε προτείνει να καθιερωθεί ενιαίος flat rate συντελεστής φορολογίας εισοδήματος για τις επιχειρήσεις, που δεν θα ξεπερνά το 20%. Και να μειωθούν σταδιακά οι συντελεστές ΦΠΑ.
– Ζητούμε βελτίωση της λειτουργίας της Δημόσιας Διοίκησης και αποτελεσματικότερο έλεγχο στις κρατικές δαπάνες. Αυτό σημαίνει:
o Εκτεταμένες συγχωνεύσεις και καταργήσεις των 1.500 φορέων του δημοσίου
o Σημαίνει σύγχρονα οργανογράμματα, ποσοτικοί και ποιοτικοί στόχοι παραγωγικότητας σε όλα τα επίπεδα της δημόσιας διοίκησης, συστήματα αξιολόγησης με κίνητρα και μηχανισμούς για την επιβράβευση και την προσέλκυση των αρίστων.
o Σημαίνει αναθεώρηση του συστήματος χρηματοδότησης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης. Και αναθεώρηση της πρακτικής των δεσμευμένων πόρων υπέρ τρίτων. Στόχος πρέπει να είναι η κατάργησή τους. Όπου υπάρχει πραγματική ανάγκη, αυτή θα πρέπει να καλύπτεται από άμεσες δαπάνες.
o Σημαίνει, χορήγηση κοινωνικών επιδομάτων και παροχών, με αυστηρά εισοδηματικά κριτήρια.
– Ζητούμε επίσης διεύρυνση της φορολογικής βάσης και αύξηση της εισπραξιμότητας των φόρων. Αυτό σημαίνει:
o Να υπάρχουν μόνο δύο συντελεστές φορολογίας εισοδήματος, 22% και 33%, για όλα τα είδη εισοδημάτων.
o Να καταργηθεί ο συμπληρωματικός ΕΝΦΙΑ. Να διατηρηθεί μόνο ο κύριος και να μεταφερθεί στην Τοπική Αυτοδιοίκηση.
o Να καταργηθούν φοροαπαλλαγές και εκπτώσεις.
o Να δοθούν κίνητρα για τη χρήση του πλαστικού χρήματος και της άμεσης ηλεκτρονικής είσπραξης του ΦΠΑ.
o Να συσταθεί επιτέλους Ειδικό Σώμα Δίωξης για την καταπολέμηση του παραεμπορίου.
– Ζητούμε να προχωρήσουν και να ολοκληρωθούν οι διαρθρωτικές αλλαγές:
o Να ολοκληρωθεί η προσαρμογή της εργατικής νομοθεσίας στα ευρωπαϊκά δεδομένα.
o Να ολοκληρωθεί το Κτηματολόγιο και ο χωροταξικός σχεδιασμός.
o Να απλοποιηθεί και να κωδικοποιηθεί η νομοθεσία.
o Να επιταχυνθεί η διαδικασία απονομής δικαιοσύνης.
o Να προχωρήσει η δημιουργία Βιομηχανικών και Επιχειρηματικών Πάρκων.
o Να διαμορφωθεί μια πραγματικά ανταγωνιστική αγορά ενέργειας.
o Να υπάρξουν αποφασιστικές παρεμβάσεις, στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής νομοθεσίας, για τη μείωση του κόστους της ενέργειας και ειδικά των βιομηχανικών τιμολογίων.
– Ζητούμε την έμπρακτη στήριξη των εξαγωγών. Αυτό σημαίνει:
o Διάθεση πόρων από τον αναπτυξιακό νόμο και το ΕΣΠΑ, για τη στήριξη επενδύσεων των επιχειρήσεων με εξαγωγικό προσανατολισμό.
o Επέκταση των προγραμμάτων συγχρηματοδότησης και παροχής εγγυήσεων σε επιχειρήσεις με εξαγωγικό προσανατολισμό.
o Παροχή ειδικών κινήτρων μέσω της φορολογίας, για την άσκηση εξωστρεφούς δραστηριότητας
o Και δημιουργία Αναπτυξιακής Τράπεζας Εξαγωγών – Εισαγωγών, για την εφαρμογή ειδικών προγραμμάτων προχρηματοδότησης εξαγωγών.
– Ζητούμε αποκρατικοποιήσεις και αξιοποίηση της δημόσιας περιουσίας, με επιτάχυνση των σχετικών δράσεων.
– Ζητούμε την ταχεία υλοποίηση συγκεκριμένων projects προσέλκυσης επενδύσεων όπως η αξιοποίηση του Ελληνικού, η αξιοποίηση περιφερειακών αεροδρομίων και λιμένων, η κατασκευή αιολικών πάρκων, η δημιουργία εμπορευματικών κέντρων και κόμβων συνδυασμένων μεταφορών, η υλοποίηση μεγάλων ενεργειακών έργων.
Στο πλαίσιο αυτό θα ήθελα να εξάρω την πρωτοβουλία του υπουργού Εθνικής Άμυνας κ. Πάνου Καμμένου για τους σχεδιασμούς του που προβλέπουν την αξιοποίηση της ακίνητης περιουσίας του υπουργείου Εθνικής Άμυνας με παραχώρηση σε ενδιαφερόμενους επενδυτές, από 50 έως 99 χρόνια. Δεδομένου ότι η αξία της ακίνητης περιουσίας του υπουργείου ανέρχεται σε περίπου 35 δισ. ευρώ, με το συγκεκριμένο σχέδιο που προβλέπει ετήσιο τίμημα 5% επί του προαναφερόμενου ποσού, πέραν της αναπτυξιακής διάστασης, θα υπάρξουν και ετήσια έσοδα για τον κρατικό προϋπολογισμό, άνω του 1,5 δισ. ευρώ. Η Επιμελητηριακή κοινότητα θα στηρίξει με όλες της τις δυνάμεις για την υλοποίηση αυτού του σχεδίου. Η ανάπτυξη που αποτελεί ανάγκη επιβίωσης για τη χώρα, δεν είναι αυτόματη διαδικασία. Προϋποθέτει γενναίες αποφάσεις, τολμηρά μέτρα και μεταρρυθμίσεις, που θα υλοποιηθούν με συνέπεια, πέρα από ιδεολογικές παρωπίδες και μικροπολιτικές στρατηγικές.
Πρέπει για να διδαχθούμε από την οδυνηρή εμπειρία που βιώνει η χώρα μας, οι επιχειρήσεις, οι πολίτες της. Πρέπει να διδαχθούμε από τα λάθη και να διορθώσουμε τις αστοχίες.
Πρέπει να προχωρήσουμε με ομοψυχία, σύνεση, συναίνεση και συνεργασία. Οι ελληνικές επιχειρήσεις έχουν αποδείξει ότι μπορούν να πρωταγωνιστήσουν σε αυτή την πορεία. Κι εμείς, ως εκπρόσωποί τους, θα συνεχίσουμε να μεταφέρουμε τη φωνή τους στα κέντρα λήψης αποφάσεων. Θα είμαστε εδώ, για να συμβάλουμε με τις προτάσεις και τις διεκδικήσεις μας στην προσπάθεια για μια καλύτερη επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία».