«Είμαι ευτυχής που συμμετέχω στην τόσο ενδιαφέρουσα αυτή Σύνοδο, το αντικείμενο της οποίας αφορά και απασχολεί εκατοντάδες χιλιάδες επιχειρήσεις σε όλη την Ευρώπη.
Σύμφωνα με τα αποτελέσματα πρόσφατης έρευνας της Τράπεζας UBS, η αβεβαιότητα που σχετίζεται με τη διαδικασία του Brexit αναγνωρίζεται ως σημαντικότερη πηγή κινδύνων για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις. Το 28% των επιχειρήσεων που συμμετείχαν στην έρευνα (28%)δήλωσαν ότι το Brexit θα επιφέρει αρνητικές επιπτώσεις στη δραστηριότητά τους. Ως αμέσως σημαντικότερο κίνδυνο αντιλαμβάνονται την διοίκηση Trump στις ΗΠΑ (27%), ενώ πιο χαμηλά αξιολογούνται τα αποτελέσματα των εκλογών στη Γαλλία και στη Γερμανία (14%).
Είναι γεγονός ότι το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος του περασμένου Ιουνίου υπέρ της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου από την Ευρωπαϊκή Ένωση προκάλεσε και εξακολουθεί να προκαλεί σημαντικές αναταράξεις τόσο στην βρετανική, όσο και στην ευρωπαϊκή και στην παγκόσμια οικονομία.
Εδώ και δύο δεκαετίες, η ευρωπαϊκή οικονομία, οι επιχειρήσεις και οι λαοί τους έχουν γνωρίσει σημαντική ανάπτυξη και ευημερία, χάρη εγκαθίδρυση της Ενιαίας Αγοράς. Ενός πλαισίου που συνέβαλε στην αύξηση του ΑΕΠ της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά περισσότερες από 2 ποσοστιαίες μονάδες, στη δημιουργία περισσότερων από 2,5 εκατομμυρίων θέσεων εργασίας, στη διευκόλυνση της κινητικότητας στην εκπαίδευση και στην εργασία. Και βεβαίως, δημιούργησε νέες ευκαιρίες για τις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις, παρέχοντας πρόσβαση σε μια κοινή αγορά 500 εκατομμυρίων πελατών – καταναλωτών.
Οι επιχειρήσεις ήταν αυτές που πρωταγωνίστησαν και εξακολουθούν να πρωταγωνιστούν στην αξιοποίηση των πλεονεκτημάτων της κοινής αγοράς, παράγοντας αξία τόσο για τις ίδιες όσο και για τις εθνικές οικονομίες.
Η προοπτική της εξόδου μιας χώρας από την Ευρωπαϊκή Ένωσης φάνηκε να κλονίζει τα θεμέλια αυτού του πλαισίου. Το βάθος και το εύρος των συνεπειών του Brexit σαφώς θα εξαρτηθεί από την έκβαση των διαπραγματεύσεων που ξεκινούν μεταξύ του Ηνωμένου Βασιλείου και των θεσμών της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Διαπραγματεύσεων που θα κινηθούν σε αχαρτογράφητα νερά, καθώς δεν υπάρχει μέχρι τώρα αντίστοιχο προηγούμενο.
Σε κάθε περίπτωση, ως ευρωπαϊκή επιχειρηματική κοινότητα, οφείλουμε να ενώσουμε τις δυνάμεις μας για να αντιμετωπίσουμε ενδεχόμενους κινδύνους σε δύο επίπεδα.
Το πρώτο αφορά το πρακτικό μέρος των σχέσεων Ε.Ε. και ΗΒ στη μετά την έξοδο εποχή. Είναι σημαντικό να υπάρξει μια επαρκής μεταβατική περίοδος, αλλά και δέσμευση και των δύο πλευρών να διαφυλάξουν μια σειρά από κρίσιμες για τις επιχειρήσεις δραστηριότητες, όπως η πρόσβαση σε εξειδικευμένο ανθρώπινο δυναμικό, το εμπόριο, οι εξαγωγές και οι μεταφορές.
Μόνο η Ελλάδα διατηρεί σήμερα όγκο εμπορικών συναλλαγών με το ΗΒ που ξεπερνά σε αξία τα 2 δισεκατομμύρια ευρώ. Στο διάστημα 2008 – 2014 εγκαταστάθηκαν για εργασία στη χώρα περίπου 36.000 Έλληνες, υψηλών προσόντων στη μεγάλη τους πλειονότητα. Ενώ περίπου 9.800 Έλληνες φοιτητές φοιτούσαν στα βρετανικά πανεπιστήμια, το 2016.
Από αυτά και μόνο τα μεγέθη γίνεται αντιληπτή η σημασία που έχει για τις επιχειρηματικές κοινότητες τόσο του Ηνωμένου Βασιλείου, όσο και των χωρών μελών της Ε.Ε. η διατήρηση ανοιχτών δρόμων για τη μετακίνηση ανθρώπων και αγαθών. Σε αυτή την κατεύθυνση οφείλει και μπορεί να συμβάλει η Ευρωπαϊκή Επιμελητηριακή Κοινότητα, μέσα από την εμπειρία και την τεχνογνωσία της, αλλά και μέσα από τα ανεπτυγμένα δίκτυα και την κουλτούρα συνεργασίας που έχει δημιουργήσει όλα αυτά τα χρόνια.
Υπάρχει όμως και ένας ακόμη κίνδυνος, ίσως σημαντικότερος, που πρέπει να αντιμετωπίσουμε. Και αυτός αφορά την ενίσχυση των φυγόκεντρων τάσεων στην Ευρωπαϊκή Ένωση, με αφορμή το Brexit. Τόσο το ενδεχόμενο να προκληθεί ένα ντόμινο αποχωρήσεων, όσο και η επαναφορά στην ατζέντα της προσέγγισης μιας Ευρώπης «δύο ταχυτήτων» επιδρούν ήδη αρνητικά στο επιχειρηματικό κλίμα. Η αστάθεια, η ανασφάλεια και η αβεβαιότητα απειλούν να αποτελέσουν το μεγαλύτερο εμπόδιο στην ανάπτυξη των ευρωπαϊκών οικονομιών στα επόμενα χρόνια.
Οφείλουμε, λοιπόν, να απευθύνουμε κάλεσμα στις Ευρωπαϊκές ηγεσίες να αντιμετωπίσουν αυτό τον κίνδυνο. Προστατεύοντας τις θεμελιώδεις αξίες στις οποίες στηρίχθηκε το ευρωπαϊκό οικοδόμημα και η ενιαία αγορά.
Το να διαχειριστούν, απλώς, το θέμα του Brexit χωρίς να ερμηνεύσουν το αποτέλεσμα του δημοψηφίσματος και να προχωρήσουν στις απαραίτητες διορθωτικές κινήσεις, θα είναι λάθος.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση πρέπει να αξιοποιήσει την ευκαιρία που παρέχει η απόφαση του Ηνωμένου Βασιλείου, για να αποκαταστήσει έναν ισχυρό συνδετικό ιστό. Να πείσει τους πολίτες της ότι εξακολουθεί να υπηρετεί τις ιδρυτικές της αρχές. Και κυρίως ότι εξακολουθεί να αποτελεί το ασφαλέστερο όχημα προς το στόχο της βιώσιμης, συνεκτικής ανάπτυξης και της συλλογικής ευημερίας».