«Η ποιότητα ζωής στο σύγχρονο αστικό περιβάλλον έχει αναδειχθεί στις μέρες μας σε μείζον ζητούμενο. Για την Ευρώπη, για τον κόσμο και βεβαίως και για τη χώρα μας. Η αστικοποίηση, ως οικονομικό και κοινωνικό φαινόμενο, δεν ξεκίνησε τώρα. Σήμερα, ωστόσο, φαίνεται να παίρνει όλο και μεγαλύτερες διαστάσεις. Το 2010 το 50% του παγκόσμιου πληθυσμού ζούσε σε αστικές περιοχές, ενώ υπολογίζεται ότι το 2050 το ποσοστό αυτό θα έχει αυξηθεί στο 70%.
Τα θετικά αυτής της διαδικασίας είναι γνωστά: αύξηση της παραγωγής στο δευτερογενή και τον τριτογενή τομέα, δημιουργία επιχειρηματικών κέντρων και ευκαιριών απασχόλησης, διευκόλυνση της λειτουργίας της οικονομίας στο πλαίσιο της ελεύθερης αγοράς, υψηλότερη συγκέντρωση υποδομών, περισσότερες υπηρεσίες και επιλογές για τους πολίτες.
Εξίσου γνωστές, όμως – και ίσως πιο εμφανείς σήμερα από ποτέ – είναι και οι συνέπειες της αστικοποίησης. Συνωστισμός, πίεση για οικιστική ανάπτυξη, περιβαλλοντική υποβάθμιση, έλλειψη βασικών αγαθών, όπως ο καθαρός αέρας και ο ελεύθερος χώρος, αλλά και υψηλά ποσοστά ανεργίας, περιθωριοποίηση και έξαρση της εγκληματικότητας.
Θα σταθώ ιδιαίτερα στο τελευταίο, στην έξαρση της εγκληματικότητας, που ιδιαίτερα στα αστικά κέντρα έχει αναχθεί πλέον σε μείζον πρόβλημα. Επανειλημμένως έχουμε επισημάνει ότι η ποιότητα ζωής πάνω από όλα προϋποθέτει την αποτελεσματική διασφάλιση της νομιμότητας και της τάξης για να διασφαλιστεί η ίδια η ζωή των πολιτών. Τα περιστατικά επιθέσεων σε επιχειρήσεις και καταστήματα, οι εμπρησμοί και οι καταστροφές δημόσιας και ιδιωτικής περιουσίας και οι βανδαλισμοί έχουν φτάσει να αντιμετωπίζονται ως ζήτημα ρουτίνας. Ποιος μπορεί να εμπιστευτεί κεφάλαια και να αναλάβει πρωτοβουλίες εκεί όπου εγκληματίες του κοινού ποινικού δικαίου δεν αντιμετωπίζονται αποτελεσματικά; Εκεί, όπου δημόσιοι χώροι καταλαμβάνονται από τον οποιονδήποτε, όπου το δικαίωμα στην απρόσκοπτη και ελεύθερη μετακίνηση παραβιάζεται καθημερινά από την εκάστοτε διαμαρτυρόμενη ομάδα;
Για μας τους επιχειρηματίες, η ποιότητα ζωής σε ένα σύγχρονο αστικό περιβάλλον είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την υλοποίηση μεγάλων έργων και επενδύσεων που θα αναβαθμίζουν συνολικά τα αστικά κέντρα και θα δημιουργούν νέες ευκαιρίες πράσινης ανάπτυξης και κυκλικής οικονομίας.
Πέραν βεβαίως της διασφάλισης της έννομης τάξης, υπάρχουν και πολλοί άλλοι παράγοντες για τη διαμόρφωση πόλεων φιλικότερων προς τους κατοίκους τους.
Συνθέτοντας όλους αυτούς τους παράγοντες, αντιλαμβάνεται κανείς το γιατί η βιώσιμη αστική ανάπτυξη αποτελεί πλέον κυρίαρχο κοινωνικό αίτημα.
Οι Περιφέρειες και οι Δήμοι της χώρας, έχουν αναπτύξει τα τελευταία χρόνια σημαντικές πρωτοβουλίες και δράσεις για τη βιώσιμη αστική ανάπτυξη. Δράσεις που αξιοποιούν ευρωπαϊκά προγράμματα και πόρους, προγράμματα διασυνοριακής και διαπεριφερειακής συνεργασίας, σύγχρονες μεθόδους σύμπραξης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα.
Ωστόσο, ο αντίκτυπος των δράσεων αυτών περιορίζεται εξαιτίας της έλλειψης συντονισμού και συνοχής, μεταξύ τοπικών και εθνικών πολιτικών. Περιορίζεται, επίσης, εξαιτίας της έλλειψης συγκεκριμένων διαδικασιών, προτύπων και κριτηρίων.
Είναι, λοιπόν, σημαντικό να αναπτυχθεί ένα ευρύτερο πλαίσιο για την αστική ανάπτυξη. Το οποίο θα επιτρέπει τη σύγκλιση τοπικών και εθνικών πολιτικών σε θέματα περιβάλλοντος, υποδομών και μεταφορών, σε θέματα οικιστικής και χωροταξικής πολιτικής, αλλά και σε θέματα ανάπτυξης.
Εμείς, ως Επιμελητηριακή Κοινότητα, θεωρούμε ότι η τοπική γνώση, σε συνδυασμό με την αξιοποίηση της εμπειρίας, των καλών πρακτικών και των εργαλείων που παρέχονται σε εθνικό, αλλά και σε ευρύτερο ευρωπαϊκό επίπεδο, είναι ένα σπουδαίο κεφάλαιο που πρέπει να αξιοποιηθεί.
Και στην κατεύθυνση αυτή, θα πρέπει να διασφαλιστούν συγκεκριμένες προϋποθέσεις:
– Χρειάζεται θεσμική ενδυνάμωση και αύξηση της οικονομικής αυτονομίας της Αυτοδιοίκησης. Χρειάζεται επίσης ενδυνάμωση των φορέων που εκπροσωπούν το παραγωγικό δυναμικό κάθε πόλης, όπως είναι τα Επιμελητήρια.
– Χρειάζεται ένα δίκτυο συνεχούς, ουσιαστικής και συγκρίσιμης πληροφόρησης για τις πόλεις, ανάμεσα σε τοπικές, περιφερειακές και εθνικές αρχές.
– Χρειάζεται η αξιοποίηση σύγχρονων διαχειριστικών εργαλείων και μεθόδων αξιολόγησης, όπως είναι οι δείκτες βιωσιμότητας.
– Χρειάζεται ένας υγιής επαναπροσδιορισμός της σχέσης δημοσίου και ιδιωτικού τομέα, κυρίως στο χώρο της Αυτοδιοίκησης. Μια σχέση που, μέσα από σύγχρονα σχήματα σύμπραξης, μπορεί να συμβάλει στην αξιοποίηση των περιουσιακών στοιχείων και στη βελτίωση των υποδομών και των υπηρεσιών των Δήμων. Δυστυχώς, κάτι που είναι αυτονόητο στην υπόλοιπη Ευρώπη, στην Ελλάδα εξακολουθεί να αντιμετωπίζει αντιδράσεις. Αντιδράσεις στο πλαίσιο μιας στρεβλής αντίληψης, που θεωρεί ότι η ιδιωτική πρωτοβουλία είναι ως εκ φύσεως εχθρική προς το δημόσιο συμφέρον. Ωστόσο, αυτό που πραγματικά βλάπτει το δημόσιο συμφέρον, είναι το να στερούμε από τις τοπικές κοινωνίες έσοδα, ευκαιρίες και θέσεις εργασίας. Είναι το να υποβαθμίζεται διαρκώς το περιβάλλον και η καθημερινότητα του πολίτη. Είναι το να πασχίζουν οι Δήμοι, με ανύπαρκτους πόρους και προσωπικό, να καλύψουν ένα όλο και μεγαλύτερο φάσμα αρμοδιοτήτων.
– Τέλος, θεωρούμε ότι χρειάζεται – πέραν όλων των άλλων – και μια σύγχρονη προσέγγιση της πόλης, ως περιβάλλοντος δημιουργικότητας και καινοτομίας. Πιστεύουμε στην ενίσχυση της συνεργασίας μεταξύ της Αυτοδιοίκησης, της επιχειρηματικής και της επιστημονικής κοινότητας, ώστε οι πόλεις να αναδειχθούν σε πόλους προσέλκυσης και ανάδειξης δημιουργικών ανθρώπων. Να στηρίζουν την πρωτότυπη σκέψη, να αξιοποιούν πλεονεκτήματα και να δημιουργούν ευκαιρίες. Ως ΕΒΕΑ, επιχειρούμε τα τελευταία χρόνια να βαδίσουμε σε αυτό το δρόμο, επενδύοντας στη στήριξη της νεοφυούς επιχειρηματικότητας, τόσο αυτόνομα όσο και συνεργασία με την Περιφέρεια Αττικής, με Δήμους του Λεκανοπεδίου, με πανεπιστημιακά ιδρύματα και άλλους φορείς.
Τα χαρακτηριστικά του σύγχρονου αστικού περιβάλλοντος διαμορφώνουν τον τρόπο και την ποιότητα ζωής των πολιτών, αλλά και τις προοπτικές ανάπτυξης σε τοπικό και εθνικό επίπεδο.
Σήμερα, βλέπουμε σε όλη την Ευρώπη να αυξάνεται ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων, για την προσέλκυση υψηλού επιπέδου επενδύσεων και ανθρώπινου δυναμικού. Με κύρια κριτήρια ανταγωνιστικότητας να είναι πλέον η ποιότητα του περιβάλλοντος, των υπηρεσιών και της καθημερινότητας, που απολαμβάνουν οι κάτοικοι, οι εργαζόμενοι, οι επιχειρήσεις.
Πιστεύω, λοιπόν, ότι η Ελλάδα και οι ελληνικές πόλεις έχουν κάθε λόγο σήμερα να κινηθούν ταχύτερα προς αυτή την κατεύθυνση. Με γενναίες αποφάσεις, με γνώση και συνεργασία».