english-flag
Search

Θέσεις των Επιμελητηρίων σχετικά με το Σχέδιο Νόμου για τον Εξωδικαστικό Μηχανισμό Ρύθμισης Οφειλών Επιχειρήσεων

ofeiles

Βελτιώσεις στο σχέδιο νόμου για τον εξωδικαστικό μηχανισμό ρύθμισης οφειλών επιχειρήσεων ζητεί από την κυβέρνηση ο πρόεδρος της Κεντρικής Ένωσης Επιμελητηρίων και του ΕΒΕΑ, Κωνσταντίνος Μίχαλος, προβάλλοντας το σημαντικό ρόλο που μπορούν να διαδραματίσουν τα Επιμελητήρια προκειμένου να εφαρμοστεί το μέτρο με αποτελεσματικότητα και ταχύτητα, χωρίς αποκλεισμούς αλλά και χωρίς «εκμετάλλευση» από τους κατ’ επάγγελμα μπαταχτσήδες.
Όπως επισημαίνει ο κ. Μίχαλος:
«Ο εξωδικαστικός μηχανισμός ρύθμισης επιχειρηματικών οφειλών είναι μια διαδικασία που μπορεί να στηρίξει την πορεία ανάκαμψης της αγοράς, παρέχοντας τη δυνατότητα σε βιώσιμες επιχειρήσεις να συνεχίσουν τη λειτουργία τους.
Το νομοσχέδιο που κατατέθηκε στη Βουλή φέρει βελτιώσεις, σε σχέση με το αρχικό σχέδιο το οποίο είχε τεθεί σε διαβούλευση, ωστόσο εξακολουθεί να χρήζει τροποποιήσεων προκειμένου να μπορέσει να εφαρμοστεί αποτελεσματικά στην πράξη.
• Η πρόβλεψη του άρθρου 3, σύμφωνα με την οποία μπορούν να ενταχθούν επιχειρήσεις με θετικό αποτέλεσμα ή θετική καθαρή θέση σε μια τουλάχιστον από τις τελευταίες τρεις χρήσεις, εξακολουθεί να αποκλείει ένα μεγάλο αριθμό δυνητικά ωφελούμενων επιχειρήσεων. Με δεδομένες, ωστόσο, τις συνθήκες που επικρατούν στην ελληνική οικονομία, θεωρούμε ότι το κριτήριο αυτό θα πρέπει να διευρυνθεί περαιτέρω, είτε με επέκταση της περιόδου στα πέντε ή επτά έτη, είτε με την υιοθέτηση εναλλακτικών δεικτών (δείκτης καθαρών επενδύσεων, θέσεις εργασίας κτλ.).
• Με το ίδιο σκεπτικό, θεωρούμε ότι πρέπει να απαλειφθεί ο χρονικός περιορισμός της 1/7/2016 για τις ρυθμισμένες οφειλές. Πρόκειται για ένα κριτήριο που καθιστά απαγορευτική την ένταξη πολλών οφειλετών, αφού σε μια οικονομία η οποία βρίσκεται σε ύφεση για οκτώ και πλέον έτη, είναι αναμενόμενο η πλειονότητα των επιχειρήσεων να έχει ήδη συνάψει ρυθμίσεις πριν τη συγκεκριμένη ημερομηνία.
• Η εξαίρεση των επιχειρήσεων των οποίων το χρέος βρίσκεται σε ποσοστό άνω του 85% σε έναν πιστωτή και η παραπομπή τους σε διμερή διαπραγμάτευση, δημιουργεί επίσης σημαντικά προσκόμματα, καθώς είναι σύνηθες ιδιαίτερα για τις μικρές επιχειρήσεις να διατηρούν δανεισμό σε έναν μόνο πιστωτικό φορέα.
• Στα προβληματικά σημεία του νομοσχεδίου περιλαμβάνεται και η απουσία επαρκών διαφοροποιήσεων και εξειδικευμένων ρυθμίσεων, ανάλογα με το μέγεθος της επιχείρησης.
Θέση και αίτημα της Επιμελητηριακής Κοινότητας είναι η δημιουργία ενός πλαισίου κριτήριων το οποίο θα δίνει την ευκαιρία σε όσο το δυνατόν περισσότερες βιώσιμες επιχειρήσεις να ρυθμίσουν τις οφειλές τους και να παραμείνουν στη ζωή, συνεισφέροντας στην απασχόληση, στην ανάπτυξη και στα δημόσια έσοδα.
Ταυτόχρονα, όμως, θα πρέπει να προβλέπονται επαρκείς και ισχυρές ασφαλιστικές δικλείδες, με σκοπό να αποφευχθούν φαινόμενα καταχρηστικής εκμετάλλευσης της διαδικασίας από συστηματικούς κακοπληρωτές, σε βάρος της σταθερότητας του τραπεζικού συστήματος, των υπολοίπων πιστωτών, αλλά και του υγιούς ανταγωνισμού στην αγορά.
Κυρίως, είναι απαραίτητο να δημιουργηθεί ένας αποτελεσματικός μηχανισμός, ο οποίος θα επιτρέπει τη διαχείριση ενός μεγάλου όγκου υποθέσεων με ταχύτητα και αποτελεσματικότητα. Δυστυχώς, τουλάχιστον στη σημερινή του μορφή, το νομοσχέδιο δεν εξασφαλίζει αυτές τις προϋποθέσεις.
• Οι διαδικασίες που προβλέπει είναι ήδη χρονοβόρες και γραφειοκρατικές, αφού μόνο για την υποβολή αίτησης για ένταξη απαιτείται μεγάλος αριθμός εγγράφων και δικαιολογητικών.
• Παράλληλα με τον έλεγχο πληρότητας των δικαιολογητικών, θα έπρεπε να υπάρχει και επαλήθευση των στοιχείων, προκειμένου να αποφεύγονται φαινόμενα καταχρηστικής εκμετάλλευσης.
• Το νομοσχέδιο προβλέπει χαμηλές προτεινόμενες αμοιβές για τους συντονιστές, σε σχέση με τον όγκο της εργασίας που αναλαμβάνουν, με αποτέλεσμα να τίθεται σε κίνδυνο η ομαλή εξέλιξη των διαδικασιών.
• Δεν υπάρχουν προβλέψεις για την προστασία των συμμετεχόντων στη διαδικασία ρύθμισης, από τις τράπεζες και από το δημόσιο. Το γεγονός αυτό δημιουργεί τον κίνδυνο εμπλοκών στη διαδικασία λόγω του φόβου καταγγελιών, ποινικών διώξεων κτλ.
• Η υποχρέωση για επικύρωση του συμβιβασμού με δικαστική απόφαση, φαίνεται να ακυρώνει στην πράξη το νόημα του εξωδικαστικού μηχανισμού και μεταφέρει επιπλέον βάρος σε ένα ήδη υπερφορτωμένο και αργό σύστημα απονομής δικαιοσύνης.
• Επιπλέον προβλήματα αναμένεται να δημιουργήσει και το γεγονός ότι δεν υπάρχει συγκεκριμένη πρόνοια για το φορέα και τον τρόπο επιλογής και ανάθεσης σε Διαπιστευμένους Μεσολαβητές.
Με βάση τις υφιστάμενες προβλέψεις του νομοσχεδίου, είναι ορατός ο κίνδυνος να επαναληφθεί το αρνητικό παράδειγμα του νόμου Κατσέλη, στο πλαίσιο του οποίου εκκρεμούν ήδη περισσότερες από 150.000 αιτήσεις και οι ημερομηνίες εκδίκασης υποθέσεων φθάνουν ως το 2032.
Για το λόγο αυτό, επαναλαμβάνουμε την πρότασή μας να αναλάβουν τα Επιμελητήρια το ρόλο του διαχειριστή και επόπτη της διαδικασίας του εξωδικαστικού μηχανισμού ρύθμισης χρεών των επιχειρήσεων.
Ειδικότερα, προτείνουμε την αποστολή των αιτήσεων που υποβάλλονται στην ειδική πλατφόρμα της Ειδικής Γραμματείας Διαχείρισης Ειδικού Χρέους, στα αρμόδια Επιμελητήρια τα οποία κατόπιν θα αναθέτουν άμεσα την αίτηση και το συντονισμό της διαπραγμάτευσης σε Διαπιστευμένους Μεσολαβητές από τον σχετικό πίνακα του υπουργείου Δικαιοσύνης, Διαφάνειας και Ανθρωπίνων Δικαιωμάτων.

Η ταχύτητα και η αποκεντρωμένη αντιμετώπιση των ζητημάτων είναι τα χαρακτηριστικά που διαφοροποιούν την εξωδικαστική διαδικασία επίλυσης διαφορών, σε σχέση με την παραδοσιακή δικαστική οδό. Για να αποτυπωθούν στην πράξη αυτά τα οφέλη, θα πρέπει να αναλάβει ενεργό ρόλο στη διαδικασία διαχείρισης και εποπτείας ένας φορέας με κατάλληλη εμπειρία και δομή, ώστε να μπορέσει να αντιμετωπίσει άμεσα και ευέλικτα τα πρακτικά ζητήματα. Και τα κατά τόπους Επιμελητήρια της χώρας είναι ο μόνος φορέας που μπορεί να αναλάβει με επιτυχία αυτή την αποστολή.

Ζητούμε, λοιπόν, για μια ακόμη φορά από την Πολιτεία να αναθέσει συγκεκριμένες αρμοδιότητες εποπτείας και διαχείρισης στα Επιμελητήρια, προκειμένου να εξασφαλίσει την ομαλή εφαρμογή ενός κρίσιμης σημασίας νομοθετικού πλαισίου. Το τελευταίο που χρειάζεται σήμερα η αγορά και η ελληνική οικονομία, είναι ένα ακόμη νομοθετικό πλαίσιο φάντασμα, που θα στοιχειώνει για χρόνια τις αίθουσες των δικαστηρίων».

Μετάβαση στο περιεχόμενο