«Θεωρώ ότι η στήριξη των εξαγωγικών προσπαθειών των ελληνικών επιχειρήσεων είναι ζήτημα πρώτης προτεραιότητας, κυρίως για την Πολιτεία, αλλά και για τους θεσμικούς φορείς εκπροσώπησης της επιχειρηματικότητας.
Αυτή την αποστολή υπηρετεί με συνέπεια ο Πανελλήνιος Σύνδεσμος Εξαγωγέων, μέσα από τις υπηρεσίες του, τις δράσεις ενημέρωσης, αλλά και τις διεκδικήσεις του.
Την ίδια αποστολή υπηρετεί και η Επιμελητηριακή Κοινότητα. Με δράσεις προβολής και προώθησης των εξαγωγικών κλάδων της οικονομίας, με υπηρεσίες επιχειρηματικής πληροφόρησης, με προγράμματα ενημέρωσης και δικτύωσης, που απευθύνονται κυρίως στις ανάγκες της Μικρομεσαίας Επιχείρησης.
Στόχος μας είναι να εμπλουτίζουμε συνεχώς αυτές τις δράσεις και να αναβαθμίζουμε το επίπεδο των υπηρεσιών μας.
Γιατί αναγνωρίζουμε ότι οι εξαγωγές αποτελούν σήμερα το σημαντικότερο μοχλό επιχειρηματικής ανάπτυξης. Είναι η επιλογή που λειτουργεί ως ασπίδα σε ενδεχόμενη μείωση των εγχώριων πωλήσεων, μειώνει τον επιχειρηματικό κίνδυνο και μπορεί, δυνητικά να αποφέρει σημαντικά κέρδη.
Οι εξαγωγές είναι, παράλληλα, ο βασικός πυλώνας στον οποίο πρέπει να στηριχθεί η προσπάθεια ανάκαμψης και ανάταξης της εθνικής οικονομίας. Βάσει υπολογισμών, κάθε 4 μονάδες αύξησης των εξαγωγών οδηγούν σε αύξηση του ΑΕΠ μιας οικονομίας κατά 1%.
Μια από τις βασικές προϋποθέσεις για να αποκατασταθεί το βιοτικό επίπεδο που διατηρούσε η χώρα ως το 2009 – αυτή τη φορά όμως σε στέρεες βάσεις – και να συγκλίνει ξανά με τον ευρωπαϊκό μέσο όρο, είναι να αυξηθούν κατά μιάμιση φορά περίπου τα έσοδά της από εξαγωγικές δραστηριότητες. Δηλαδή, αγαθά και υπηρεσίες.
Είναι επομένως προφανές το γιατί, στη σημερινή ελληνική πραγματικότητα, η ενίσχυση της εξωστρέφειας είναι στόχος ζωτικής σημασίας.
Η ελληνική επιχειρηματική κοινότητα το έχει αντιληφθεί αυτό από νωρίς.
Ένα από τα ελάχιστα – το μόνο ίσως – θετικό μήνυμα στη διάρκεια της κρίσης, ήταν το γεγονός ότι όλο και περισσότερες επιχειρήσεις άρχισαν να στρέφονται εκτός συνόρων, για να αναζητήσουν ευκαιρίες ανάπτυξης.
Όλο και περισσότερες επιχειρήσεις άρχισαν να επιδιώκουν διεθνείς συνεργασίες και – ταυτόχρονα – να προσαρμόζουν σταδιακά την παραγωγή και τα μοντέλα λειτουργίας τους στις απαιτήσεις της διεθνούς αγοράς.
Η προσπάθεια δεν ήταν εύκολη, με δεδομένη την ασφυκτική έλλειψη ρευστότητας, τη δυσκολία πρόσβασης σε τραπεζικό δανεισμό, τις παρατεταμένες περιόδους αβεβαιότητας και βεβαίως τα τεράστια εμπόδια που προκλήθηκαν λόγω της επιβολής των capital controls.
Τα στοιχεία, όμως, δείχνουν ότι υπάρχει μια εξαιρετική δυναμική. Οι Έλληνες εξαγωγείς απέδειξαν ότι έχουν τις ικανότητες να αναπτύξουν ή να ενισχύσουν την παρουσία τους στις διεθνείς αγορές. Παρά τις αντιξοότητες κατάφεραν να διατηρούν υψηλή την ποιότητα και την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους. Κατάφεραν να διατηρούν την αξιοπιστία και τη συνέπειά τους απέναντι στους συνεργάτες τους.
Η υπερπροσπάθεια που έγινε τα προηγούμενα χρόνια, απέδωσε καρπούς. Ωστόσο, είναι πια εμφανές ότι κανείς δεν μπορεί να παλεύει επ’ άπειρον, πατώντας σε κινούμενη άμμο. Κανείς δεν μπορεί να παλεύει επ’ άπειρον, μέσα σε ένα εχθρικό οικονομικό περιβάλλον, που αντί να βελτιώνεται, γίνεται όλο και πιο δύσκολο.
Πόσο εύκολο είναι για τις ελληνικές επιχειρήσεις να διατηρήσουν την ανταγωνιστικότητα των προϊόντων τους, όταν οι παράγοντες κόστους αυξάνονται διαρκώς;
– Όταν η συνολική φορολογική επιβάρυνση για τις ελληνικές επιχειρήσεις φθάνει στο 52% των εσόδων τους, ποσοστό που υπερβαίνει κατά πολύ το μέσο όρο των γειτονικών ανταγωνιστικών χωρών.
– Όταν η μεταποίηση επιβαρύνεται με ένα δυσβάσταχτο κόστος ενέργειας, που σε πολλές περιπτώσεις υπερβαίνει το 50% του λειτουργικού κόστους, τη στιγμή μάλιστα που οι τιμές των καυσίμων διεθνώς μειώνονται.
Πόσο εύκολο είναι για τις επιχειρήσεις να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, όταν λειτουργούν μέσα σε ένα περιβάλλον ασφυκτικής έλλειψης ρευστότητας;
– Όταν οι οφειλές του κράτους προς τις επιχειρήσεις από επιστροφές ΦΠΑ φθάνουν στο 1 δις ευρώ;
– Όταν οι πόρτες των τραπεζών για νέο δανεισμό παραμένουν κλειστές;
– Όταν τα επιτόκια για τις ελληνικές επιχειρήσεις – ακόμη κι αν καταφέρουν να βρουν γραμμές χρηματοδότησης – αγγίζουν το 8%, την ώρα που στην υπόλοιπη Ευρώπη τα επιτόκια κυμαίνονται στο 2%;
Πόσο εύκολο είναι να παραμείνουν οι ελληνικές επιχειρήσεις συνεπείς και αξιόπιστες απέναντι στους συνεργάτες τους, μέσα σε ένα περιβάλλον που γεννά συνεχώς εμπόδια;
– Με τα capital controls να συνεχίζουν, παρά τη μερική χαλάρωση, να δημιουργούν δυσκολίες στις συναλλαγές
– Με τη διαρκή παρεμπόδιση των μεταφορών, εξαιτίας των αποκλεισμών σε λιμάνια, οδικές αρτηρίες και σιδηροδρόμους.
Όλοι αυτοί οι παράγοντες έχουν εμφανή αντίκτυπο στη φετινή πορεία των εξαγωγών. Η αισθητή άνοδος που καταγράφεται για το Σεπτέμβριο φαίνεται να περιορίζει τις απώλειες σε επίπεδο έτους. Ωστόσο, η ανησυχία και ο προβληματισμός παραμένουν.
Με βάση τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας, μια οριακή αύξηση των εξαγωγών δεν είναι αρκετή. Δεν είναι αρκετή μια αύξηση, η οποία στηρίζεται αποκλειστικά στην υπερπροσπάθεια των εξαγωγέων και εξαρτάται από συγκυριακούς παράγοντες.
Η χώρα χρειάζεται ένα εξαγωγικό άλμα.
Χρειάζεται υγιείς και δυναμικές εξαγωγικές επιχειρήσεις. Οι οποίες με τη σειρά τους, χρειάζονται ένα βιώσιμο, τουλάχιστον, επιχειρηματικό περιβάλλον.
Πέρα από τα μέτρα για την αντιμετώπιση των άμεσων δυσκολιών, υπάρχει ανάγκη μιας συνολικής πολιτικής για τον εξωστρεφή μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.
Μιας πολιτικής που θα στοχεύει στην αύξηση της συμμετοχής των εξαγωγών στη διαμόρφωση του ΑΕΠ, αλλά και στη βελτίωση των δομικών χαρακτηριστικών τους.
Βασική προτεραιότητα πρέπει να είναι η εφαρμογή ενός νέου μείγματος δημοσιονομικής πολιτικής. Με μείωση των άμεσων και έμμεσων φόρων και παράλληλη εντατικοποίηση των προσπαθειών στο μέτωπο της φοροδιαφυγής.
Θα μου επιτρέψετε εδώ να ανοίξω μια παρένθεση: κανείς δεν αμφισβητεί την ανάγκη για ενίσχυση της κοινωνικής συνοχής και για την ανακούφιση των ευπαθών κοινωνικών ομάδων. Ωστόσο, είναι εξίσου σημαντική η ανάγκη στήριξης της αγοράς και των επιχειρήσεων. Στο τρίτο μνημόνιο υπάρχει σαφής αναφορά στη διαχείριση των πρόσθετων πόρων που προκύπτουν από την υπερεπίδοση σε σχέση με τους δημοσιονομικούς στόχους.
Προβλέπεται συγκεκριμένα η διάθεση ποσοστού 30% του ποσού της υπερεπίδοσης για την εξόφληση οφειλών του δημοσίου προς ιδιώτες. Αυτό ακριβώς ζητήσαμε, ως ΕΒΕΑ, από την κυβέρνηση με επιστολή μας προς τον πρωθυπουργό.
Η τόνωση της ρευστότητας στην αγορά και η βελτίωση του φορολογικού περιβάλλοντος είναι βασικές προϋποθέσεις για μια οικονομία πιο παραγωγική και ανταγωνιστική. Μια οικονομία που μπορεί να υποστηρίξει, με μόνιμο και διατηρήσιμο τρόπο, τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών.
Άμεσα συνδεδεμένη με την αύξηση της ανταγωνιστικότητας, ειδικά για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, είναι και η επιστροφή της χρηματοπιστωτικής κανονικότητας. Χρειάζεται να προχωρήσει ταχύτερα το σχέδιο διαχείρισης των μη εξυπηρετούμενων δανείων, ώστε να απελευθερωθούν κεφάλαια για τη χρηματοδότηση βιώσιμων και εξωστρεφών επιχειρήσεων.
Δεν αρκεί όμως μόνο η ομαλοποίηση των συνθηκών χρηματοδότησης. Για τις εξαγωγικές επιχειρήσεις, χρειάζεται χρηματοδότηση με ανταγωνιστικούς όρους. Στο πλαίσιο αυτό, απαιτούνται μέτρα όπως:
– Δυνατότητα κεφαλαιακών εγγυήσεων και αναχρηματοδότησης των εξυπηρετούμενων πιστώσεων
– Καλύτερη αξιοποίηση των προγραμμάτων των κοινοτικών ταμείων, όπως το Ευρωπαϊκό Ταμείο Επενδύσεων, αλλά και εθνικών μηχανισμών όπως το ΕΤΕΑΝ
– Δυνατότητες τιτλοποίησης δανείων των ΜμΕ και χρήση τους ως ενέχυρο για δανεισμό από το Ευρωσύστημα
– Νέα, καινοτόμα χρηματοδοτικά εργαλεία, όπως η εξω-τραπεζική και η ανακυκλούμενη χρηματοδότηση
Χρειάζονται ουσιαστικές πρωτοβουλίες για να μειωθεί το ενεργειακό κόστος στη μεταποίηση.
Χρειάζεται αναβάθμιση των φορέων εξωστρέφειας, αλλά και του ρόλου των πρεσβειών, για την παροχή ολοκληρωμένων υπηρεσιών υποστήριξης.
Χρειάζονται απλούστερες και ταχύτερες τελωνειακές υπηρεσίες, απλούστερες διαδικασίες πιστοποίησης.
Χρειάζεται επιτάχυνση κρίσιμων έργων εθνικής υποδομής, μέσα από στρατηγικές συνεργασίες με ιδιώτες: ολοκλήρωση οδικών αξόνων και σιδηροδρομικού δικτύου, υποδομές logistics κτλ.
Χρειάζεται η διαμόρφωση ενός ελκυστικού επενδυτικού περιβάλλοντος, ώστε να προσελκύσει η χώρα κεφάλαια και επιχειρήσεις από το εξωτερικό.
Χρειάζεται, ένα πλαίσιο κινήτρων και επιβραβεύσεων για τις επιχειρήσεις που επενδύουν στην καινοτομία: με χαμηλή φορολόγηση, διευκόλυνση σε θέματα αδειοδοτήσεων, συναλλαγών με το δημόσιο κτλ.
Η εξωστρέφεια είναι ο ταχύτερος και πιο ασφαλής δρόμος προς την ανάπτυξη. Η εξωστρέφεια όμως δεν θα αυξηθεί με ευχές, ούτε με αποσπασματικές δράσεις.
Αυτό που μπορεί και οφείλει να κάνει το κράτος, είναι κατ’ αρχήν να περιορίσει τα εμπόδια. Και παράλληλα να αξιοποιήσει κάθε διαθέσιμο εργαλείο, ώστε να δώσει κίνητρο και ώθηση στις εξαγωγικές επιχειρήσεις. Για να μπορέσουν να καινοτομήσουν, να επεκταθούν και να πετύχουν στις διεθνείς αγορές.
Το ίδιο οφείλουμε και εμείς ως εκπρόσωποι του επιχειρείν και ενδεικτικά αναφέρω ότι στα πλαίσια των προσφερομένων υπηρεσιών μας προχωρήσαμε στη λειτουργία, το 2014, της ΘΕΑ (Θερμοκοιτίδα Νεοφυών Επιχειρήσεων Αθήνας), όπου φιλοξενήθηκαν 50 και πλέον σχήματα από όλο το φάσμα της οικονομικής δραστηριότητας με εξωστρεφή προσανατολισμό, συμπεριλαμβανομένων της αγροτικής οικονομίας, πολιτισμού, τουρισμού, υγείας, υψηλής τεχνολογίας, μηχανολογικού κλπ, και με βάσει τα μέχρι σήμερα απολογιστικά στοιχεία, το 40% λειτουργεί σήμερα επιχείρηση, το άλλο 40% προτίθεται να ιδρύσει επιχείρηση, το 17% έχει βρει χρηματοδότηση, το 25% έχει διακριθεί σε διαγωνισμούς καινοτομίας, το 19% συνομιλεί με μεγάλους επενδυτές και πελάτες (όπως ΙΒΜ, Microsoft, Jaguar, BMW) και ένα σχήμα εξαγοράστηκε από εταιρεία γερμανικών συμφερόντων.
Εμείς θα συνεχίσουμε να εκπροσωπούμε το σύνολο των επιχειρήσεων με υπερηφάνεια και να τις στηρίζουμε με γνώση και αίσθημα ευθύνης».