«Εδώ και δεκαετίες, η ανάγκη για πραγματική, ριζική μεταρρύθμιση του ασφαλιστικού συστήματος της χώρας, αποτελεί μόνιμο θέμα συζήτησης. Στην πράξη, ωστόσο, ελάχιστα έχουν γίνει.
Όλες αυτές οι πρωτοβουλίες που αναλήφθηκαν στα χρόνια των μνημονίων για μεταρρύθμιση στο ασφαλιστικό κινούνταν σε μια συγκεκριμένη λογική: να καθησυχάσουν ταυτόχρονα δανειστές και συνταξιούχους, τους μεν ότι προωθείται η βιωσιμότητα του συστήματος, τους δε ότι δεν θα μειωθεί το εισόδημά τους στο αμέσως επόμενο διάστημα.
Κοινό χαρακτηριστικό ήταν η προσπάθεια διατήρησης των παροχών με δραστική αύξηση της κρατικής χρηματοδότησης και συνεχή αύξηση των εισφορών, αλλά και η δημιουργία της εντύπωσης ότι τα όποια μέτρα θα ισχύσουν για τους «επόμενους».
Αυτό που, ουσιαστικά έγινε ήταν:
• Να αναδιανεμηθούν εισοδήματα από τους υψηλοσυνταξιούχους στους χαμηλοσυνταξιούχους
• Να καλυφθούν από κρατικούς πόρους η μείωση εσόδων που προκάλεσε η ύφεση στα ασφαλιστικά ταμεία
• Να αυξηθούν οι ασφαλιστικές εισφορές για όλους
• Να μετακινηθεί η επιβάρυνση στις μελλοντικές γενιές, δια της χρονικής μετάθεσης της ισχύος των ρυθμίσεων.
Αυτό που δεν έγινε, ακόμη και μετά τις αλλαγές του 2016, ήταν να αντιμετωπιστούν οι τεράστιες δομικές αδυναμίες του συστήματος. Με αποτέλεσμα να συνεχίζει να αποτελεί μια βραδυφλεγή βόμβα στα θεμέλια της ελληνικής οικονομίας, αλλά και του κοινωνικού κράτους.
Ακόμη και σήμερα, προσπαθούμε να διατηρήσουμε με εισπρακτικά μέτρα ένα ασφαλιστικό σύστημα το οποίο είναι στη βάση του μη λειτουργικό, άδικο, αναξιόπιστο και αντιαναπτυξιακό.
Είναι μη λειτουργικό, αν σκεφτεί κανείς ότι η ετήσια δαπάνη συντάξεων στην Ελλάδα είναι η υψηλότερη στον κόσμο, απορροφώντας το 17% του ΑΕΠ. Οι δε εισφορές, στο 27% είναι επίσης οι υψηλότερες στον κόσμο, ιδίως για τους αυτοαπασχολούμενους.
Το 2016, το ετήσιο έλλειμμα ήταν περίπου στα € 17 δισ., επιβαρύνοντας ανάλογα τον κρατικό προϋπολογισμό. Αποτελεί το 10% του ΑΕΠ – ενώ ο μέσος όρος στην Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ξεπερνά το 2,5%. Η χρηματοδότησή του απορροφά το 40% των φορολογικών εσόδων.
Το αφανές χρέος συντάξεων εκτιμάται στα 470 δισ. ευρώ – σε αποπληθωρισμένες τιμές – στην περίοδο μέχρι το 2060. Πρόκειται για ένα ποσό μεγαλύτερο από το εθνικό χρέος.
Είναι άδικο για τους σημερινούς εργαζομένους, οι οποίοι οι οποίοι επιβαρύνονται με υπέρογκες ασφαλιστικές εισφορές, ενώ έχουν να αναμένουν πολύ χαμηλές παροχές. Σήμερα, για τον μέσο εργαζόμενο με εισφορές 27% το ποσοστό αναπλήρωσης μετά από 35 χρόνια εργασίας δεν θα ξεπεράσει το 50%.
Είναι αναξιόπιστο, γιατί οι ανεδαφικές υποσχέσεις προς τους σημερινούς συνταξιούχους πλέον διαψεύδονται σταδιακά. Από το 2010 ως το 2016 έγιναν 15 περικοπές στις συντάξεις και οι προβλεπόμενες παροχές μειώθηκαν κατά 45 δισ. ευρώ.
Είναι αντιαναπτυξιακό, γιατί επιβάλλει δυσβάσταχτο μη μισθολογικό κόστος, υπονομεύοντας την επιχειρηματικότητα και την απασχόληση, τις ίδιες δηλαδή τις πηγές, από τις οποίες τροφοδοτείται.
Η χώρα δεν μπορεί να προχωρήσει μπροστά, με ένα ασφαλιστικό σύστημα που στηρίζεται σε λογικές προηγούμενων δεκαετιών.
Χρειάζεται σοβαρή μεταρρύθμιση, τώρα.
Το ΕΒΕΑ έχει καταθέσει συγκεκριμένες προτάσεις, στην κατεύθυνση μιας ουσιαστικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης. Η οποία θα έχει ως επίκεντρο τον περιορισμό του ρόλου του κράτους και τη σταδιακή μετάβαση σε ένα σύστημα τριών πυλώνων, προσαρμόζοντας την εμπειρία άλλων ευρωπαϊκών χωρών.
Μέσα από τη συνδυασμένη εφαρμογή όλων των διαθέσιμων υποχρεωτικών και προαιρετικών μεθόδων ασφάλισης, αλλά και τη δημιουργία ενός δομημένου πλαισίου αποταμίευσης, μπορεί να εξασφαλιστεί επαρκής προστασία για όλους τους ασφαλισμένους, με ένα μέσο συνολικό ποσοστό αναπλήρωσης της τάξης του 70% έως 75%.
Στο πλαίσιο αυτό είναι απαραίτητη και η σταδιακή μείωση των κύριων ασφαλιστικών εισφορών, με ρυθμό της τάξης του 2% κατ’ έτος, ώστε να φθάσουν στα επίπεδα του 10%. Μια τέτοια παρέμβαση είναι βέβαιο ότι θα οδηγήσει σε αύξηση της καταγεγραμμένης απασχόλησης, ενώ η μείωση των εσόδων για τα ταμεία ανά υπόχρεο, θα αντισταθμιστεί από την αντίστοιχη αύξηση του αριθμού των υπόχρεων εισφοράς.
Η προώθηση μιας ουσιαστικής ασφαλιστικής μεταρρύθμισης, μπορεί να εξασφαλίσει τη βιωσιμότητα του συστήματος μακροπρόθεσμα, αλλά και να δημιουργήσει θετικά κίνητρα για την αύξηση της ανάπτυξης και της απασχόλησης.
Προτάσεις και λύσεις υπάρχουν. Αυτό που μέχρι τώρα λείπει, είναι πολιτική βούληση, αποφασιστικότητα και ουσιαστική συναίνεση».