english-flag
Search

Ομιλία προέδρου ΚΕΕ & ΕΒΕΑ κ. Κωνσταντίνου Μίχαλου στην εκδήλωση που πραγματοποιήθηκε στο ΕΒΕΑ με θέμα: «Η αγορά εργασίας στη Ν. Ευρώπη. Προοπτικές ανάπτυξης & απασχόλησης»

mixalos_07112017

«Η ανεργία είναι η σκληρότερη ίσως έκφραση της οικονομικής και κοινωνικής κρίσης που έπληξε την Ελλάδα, αλλά και – σε μικρότερο ή μεγαλύτερο βαθμό – τις χώρες του ευρωπαϊκού Νότου. Όχι μόνο γιατί οδηγεί στην ανέχεια και την περιθωριοποίηση ένα μεγάλο τμήμα του πληθυσμού. Αλλά και γιατί τροφοδοτεί το φαινόμενο της διαρροής πολύτιμου ανθρώπινου κεφαλαίου από τη χώρα.
Παρά τη σχετική βελτίωση που σημειώνεται τα τελευταία χρόνια, το επίπεδο της ανεργίας στην Ελλάδα εξακολουθεί να υπερβαίνει το 20% και να είναι το υψηλότερο στην Ευρωπαϊκή Ένωση, όπου ο αντίστοιχος μέσος όρος βρίσκεται στο 7,3%.
Ακόμη εντονότερο στις χώρες της Νότιας Ευρώπης είναι το πρόβλημα της ανεργίας των νέων. Στην Ελλάδα έφθασε στο 43,7% τον περασμένο Νοέμβριο, στην Ισπανία το 36% και στην Ιταλία το 31,5%, έναντι 16,2% που είναι ο ευρωπαϊκός μέσος όρος.
Οι χώρες του Νότου, κυρίως η Ελλάδα και η Ιταλία, παρουσιάζουν επίσης το μεγαλύτερο ποσοστό των νέων ανθρώπων που βρίσκονται εκτός απασχόλησης, εκπαίδευσης και κατάρτισης.
Και δεν πρέπει επίσης να ξεχνάμε ότι, ως απόρροια της ύφεσης, έχουμε και την εμφάνιση των working poor: των εργαζομένων που εργάζονται σε ασταθείς δουλειές και αμείβονται κάτω από το 60% του διάμεσου εθνικού εισοδήματος.
Στην Ελλάδα, το 2017 οι ευέλικτες μορφές εργασίας πλησίασαν το 55% των νέων θέσεων εργασίας. Κανείς δεν παραγνωρίζει τη χρησιμότητα των ευέλικτων μορφών ως συμπληρωματικό εργαλείο απασχόλησης. Ωστόσο, η ανατροπή της ισορροπίας σε σχέση με τις θέσεις πλήρους απασχόλησης, δεν μπορεί παρά να προκαλεί προβληματισμό.
Όλα αυτά τα στοιχεία καθιστούν αυτονόητο ότι, για τη χώρα μας, η αντιμετώπιση της ανεργίας οφείλει να αποτελέσει κορυφαία προτεραιότητα. Ειδικά σήμερα, που – ελπίζουμε, τουλάχιστον ότι – ξεκινά ένας νέος αναπτυξιακός κύκλος για την ελληνική οικονομία. Ο κύκλος αυτός είναι απαραίτητο να συνοδεύεται από ένα ισχυρό και μετρήσιμο κοινωνικό μέρισμα απασχόλησης, που θα επιτρέψει την ταχύτερη αποκατάσταση του βιοτικού επιπέδου των πολιτών. Χωρίς αυτό το χαρακτηριστικό, θα έχουμε μια άνευρη οικονομική μεγέθυνση, το λεγόμενο jobless growth, με περιορισμένο θετικό αντίκτυπο στην κοινωνία.
Πρόκειται για μια σημαντική και πολυδιάστατη πρόκληση.
Γιατί δεν προϋποθέτει μόνο την παγίωση ενός υψηλού ρυθμού δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας, αλλά και τη βελτίωση των δομικών και ποιοτικών χαρακτηριστικών της απασχόλησης.
Η επόμενη ημέρα για την ελληνική οικονομία, αν θέλουμε να είναι πραγματικά καλύτερη, θα είναι διαφορετική σε σχέση με το παρελθόν. Η ανάπτυξη θα πρέπει να στηριχθεί σε νέους κλάδους και δραστηριότητες με υψηλή προστιθέμενη αξία.
Χρειαζόμαστε ένα νέο μοντέλο αξιοποίησης του ανθρώπινου δυναμικού. Κι αυτό σημαίνει ότι στα επόμενα χρόνια, τόσο η διάρθρωση όσο και οι ανάγκες της αγοράς εργασίας θα αλλάζουν. Διαμορφώνεται μια νέα πραγματικότητα, η οποία απαιτεί προσαρμογή από όλες τις πλευρές: από τις επιχειρήσεις, από τους εργαζόμενους και βεβαίως από την Πολιτεία.
Η Επιμελητηριακή Κοινότητα έχει προτείνει μια σειρά από δομικές αλλαγές, που μπορούν να δημιουργήσουν θετικό αντίκτυπο για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Μεταξύ αυτών είναι:
– Η αξιοποίηση πόρων του ΕΣΠΑ, σε προγράμματα κατάρτισης και επανεκπαίδευσης, σύμφωνα με τις ανάγκες αναδυόμενων κλάδων και δραστηριοτήτων.
– Η αναβάθμιση του θεσμού της μαθητείας, στη βάση επιτυχημένων πρακτικών που έχουν εφαρμοστεί σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
– Η λειτουργία αξιόπιστου, μόνιμου συστήματος διάγνωσης αναγκών εργασίας που θα αποτυπώνει τις πραγματικές ανάγκες των επιχειρήσεων σε ειδικότητες και δεξιότητες.
– Η δημιουργία μόνιμου συστήματος σχεδιασμού και αξιολόγησης ενεργητικών πολιτικών απασχόλησης, με συμμετοχή φορέων της Πολιτείας, της Αυτοδιοίκησης, των κοινωνικών εταίρων και της επιστημονικής κοινότητας.
– Η δημιουργία νέου θεσμικού πλαισίου για την πρακτική άσκηση, το οποίο θα εξασφαλίζει αποτελεσματική σύνδεση με τις ανάγκες της αγοράς.
– Η αποτελεσματικότερη σύνδεση της εκπαίδευσης και ειδικά της τριτοβάθμιας, με την αγορά εργασίας.
– Η ενίσχυση των υποστηρικτικών δομών και χρηματοδοτικών εργαλείων για την ενίσχυση της κοινωνικής και της start-up επιχειρηματικότητας.

Στις διεκδικήσεις μας είναι, επίσης, η διαμόρφωση ενός σταθερού, σύγχρονου, βιώσιμου πλαισίου λειτουργίας της αγοράς εργασίας.
Είναι σαφές ότι η σημερινή δύσκολη οικονομική πραγματικότητα απαιτεί συναινέσεις, κοινωνική αλληλεγγύη, γόνιμο και ώριμο κοινωνικό διάλογο, εργασιακή ειρήνη και όραμα ανάπτυξης.
Απαιτεί, επίσης, ένα αυστηρό πλαίσιο κανόνων, για την αντιμετώπιση φαινομένων όπως η αδήλωτη και απλήρωτη εργασία και γενικότερα πρακτικών, οι οποίες θίγουν την υγιή επιχειρηματικότητα και τον ανταγωνισμό.
Αυτό, ωστόσο, δεν πρέπει να οδηγεί στην υπερβολή, στην ισοπέδωση και στη συνολική ενοχοποίηση του επιχειρείν. Η κρίση είναι ένα φαινόμενο που αφορά όλους εξίσου, εργαζόμενους, αλλά και εργοδότες. Όλοι είμαστε αντίθετοι στη δημιουργία μιας εργασιακής ζούγκλας, χωρίς κανόνες και όρους. Και βεβαίως το κράτος έχει την υποχρέωση να προστατεύει και να στηρίζει το συμβατικά αδύναμο μέρος, σε κάθε εργασιακή σχέση.
Ωστόσο, είναι ανάγκη να υπάρξει και μια ισόρροπη αντιμετώπιση των προβλημάτων ρευστότητας που αντιμετωπίζουν οι ελληνικές επιχειρήσεις. Διαφορετικά, το ήδη κλονισμένο κλίμα σους εργασιακούς χώρους θα ενταθεί περαιτέρω, εμποδίζοντας το διάλογο και την εργασιακή ειρήνη. Ένα κράτος δικαίου οφείλει να λαμβάνει δραστικά μέτρα ενάντια σε αυτούς που εκμεταλλεύονται την κρίση με αθέμιτες πρακτικές. Οφείλει, όμως, να τους ξεχωρίζει από τους έντιμους, οι οποίοι προσπαθούν να επιβιώσουν και να διατηρήσουν θέσεις εργασίας.
Τελευταίο, αλλά, ιδιαίτερα σημαντικό θέμα, είναι το εξής: καμία πολιτική ενίσχυσης της απασχόλησης δεν μπορεί να είναι αποτελεσματική, μέσα σε ένα αρνητικό επιχειρηματικό περιβάλλον, που αποτρέπει τη δημιουργία θέσεων εργασίας.
Δεν μπορούμε να μιλάμε για αύξηση της απασχόλησης, αλλά και για ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας, όταν η συνολική επιβάρυνση των επιχειρήσεων στην Ελλάδα με φόρους και εισφορές ξεπερνά το 50% των εσόδων τους.

Είμαστε από τους πρώτους που είχαμε αντιταχθεί στη μνημονιακή απαίτηση για μείωση των κατώτατων μισθών, υποστηρίζοντας ότι το εμπόδιο στην ανταγωνιστικότητα είναι το μη μισθολογικό κόστος της εργασίας. Η πραγματικότητα δυστυχώς μας επιβεβαίωσε. Οι κατώτατοι μισθοί μειώθηκαν, αλλά η Ελλάδα παραμένει καθηλωμένη στις τελευταίες θέσεις των διεθνών κατατάξεων ως προς την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της. Συνεχίζουμε, γι’ αυτό, να προτείνουμε και να διεκδικούμε μείωση των φορολογικών βαρών για την επιχειρηματικότητα, καθώς και των ασφαλιστικών εισφορών.

Πρόκειται για κινήσεις που θα δημιουργήσουν αλυσιδωτά οφέλη για την οικονομία και την κοινωνία. Ευνοώντας την προσέλκυση επενδύσεων, τη δημιουργία θέσεων εργασίας και την αύξηση της καταγεγραμμένης απασχόλησης.
Βγαίνοντας από μια πρωτοφανή σε ένταση και διάρκεια κρίση, η ελληνική κοινωνία δεν έχει άλλες αντοχές απέναντι στο κύμα της ανεργίας. Αλλά και η ελληνική οικονομία, δεν έχει την πολυτέλεια να στερείται τις ικανότητες και το ταλέντο ανθρώπων, που σήμερα είτε βρίσκονται εκτός αγοράς εργασίας, είτε οδηγούνται αναγκαστικά στη μετανάστευση. Η αξιοποίηση του ανθρώπινου δυναμικού της χώρας είναι μια από τις σημαντικότερες προκλήσεις που καλούμαστε να αντιμετωπίσουμε σήμερα. Πιστεύω πραγματικά, ότι με ρεαλιστικό διάλογο και συνεργασία μπορούμε να κάνουμε θετικά βήματα. Η σημερινή διοργάνωση έχει όλες τις προϋποθέσεις για να συμβάλει σε αυτή την κατεύθυνση».

Μετάβαση στο περιεχόμενο