english-flag
Search

Ομιλία Προέδρου ΚΕΕ, κ. Μίχαλου, στην παρουσίαση του βιβλίου “The Greek Political Economy: 2000-2015”

Speaker-Podium-1-800x400

ΟΜΙΛΙΑ ΠΡΟΕΔΡΟΥ ΚΕΕ & ΕΒΕΑ, ΚΩΝ/ΝΟΥ ΜΙΧΑΛΟΥ,
ΣΤΗΝ ΠΑΡΟΥΣΙΑΣΗ ΤΟΥ ΒΙΒΛΙΟΥ
“THE GREEK POLITICAL ECONOMY: 2000-2015”
Αθήνα, 30 Ιανουαρίου 2017

«Είναι μεγάλη τιμή για μένα να συμμετέχω στην παρουσίαση μιας εξαιρετικής συλλογικής έκδοσης. Ενός βιβλίου που επιχειρεί, μέσα από την επιστημονική θεώρηση, να ρίξει φως στην πορεία της ελληνικής οικονομίας τα τελευταία δεκαπέντε χρόνια.

Μέσα στις σελίδες αυτού του τόμου γίνεται μια προσπάθεια να αναδειχθούν οι παράγοντες και οι πολιτικές που οδήγησαν στην εκδήλωση της οικονομικής κρίσης και στην ένταξη της χώρας στον τριμερή μηχανισμό στήριξης.

Βασική αρχή της οικονομικής επιστήμης είναι ότι δεν υπάρχουν βεβαιότητες, ούτε απόλυτη αντικειμενική αλήθεια, ιδιαίτερα σε ένα πεδίο όπου δρουν άπειροι αστάθμητοι παράγοντες και μεταβλητές – με κυριότερη από αυτές την ανθρώπινη συμπεριφορά.

Ωστόσο, η έκδοση αυτή – μέσα από μια νηφάλια, σφαιρική και τεκμηριωμένη καταγραφή στοιχείων και γεγονότων – συνεισφέρει πολύτιμη γνώση, στην προσπάθεια να κατανοήσουμε τι συνέβη τελικά στη χώρα. Όχι μόνο τα τελευταία επτά χρόνια, τα χρόνια των μνημονίων, όπως έχουμε συνηθίσει να λέμε – αλλά και νωρίτερα. Στα χρόνια της κανονικότητας και της ευμάρειας, πίσω από την οποία κρύβονταν οι πραγματικές αδυναμίες της ελληνικής οικονομίας.

Θα αναρωτηθεί, ίσως, κάποιος σε τι ωφελεί το να συζητάμε για το παρελθόν – για το τι έφταιξε και ποιος – όταν το ζητούμενο είναι πώς θα ξαναβρεί η χώρα το βηματισμό της προς το μέλλον.

Κατά την άποψή μου, η κατανόηση των αιτίων της σημερινής κρίσης, είναι απαραίτητη προϋπόθεση για την υπέρβασή της. Όχι βεβαίως με το να κατονομάσουμε ενόχους, ούτε με το να αναζητήσουμε εσωτερικούς και εξωτερικούς εχθρούς. Αλλά με το να αποκτήσουμε μια πιο ξεκάθαρη εικόνα, σχετικά με τον τρόπο αλληλεπίδρασης ενδογενών και εξωγενών παραγόντων. Με το να εντοπίσουμε λάθη που θα μπορούσαν να έχουν αποφευχθεί, ώστε να μην επαναληφθούν στο μέλλον. Με το να εντοπίσουμε πολιτικές συμπεριφορές, οι οποίες σε βάθος χρόνου αποδεικνύονται επιβλαβείς για το συμφέρον του τόπου. Συμπεριφορές οι οποίες δεν εστιάζονται σε συγκεκριμένα κόμματα. Αλλά δυστυχώς διατρέχουν οριζόντια το πολιτικό μας σύστημα τα τελευταία σαράντα χρόνια. Ώστε να ξεκινήσουμε να χτίζουμε στην Ελλάδα μια πιο υγιή πολιτική κουλτούρα.

Σε όλα αυτά τα θέματα, η συλλογική εργασία που παρουσιάζουμε σήμερα παρέχει πλούσια τροφή για σκέψη. Έχοντας μελετήσει με ενδιαφέρον τα επιστημονικά άρθρα που φιλοξενούνται στις σελίδες της έκδοσης, θα εντόπιζα ως σημαντικότερα τα εξής συμπεράσματα.

  • Πρώτον, ότι οι ρίζες της κρίσης είναι πράγματι ενδογενείς. Βρίσκονται στις δομικές αδυναμίες της ίδιας της ελληνικής οικονομίας και στην πολιτική κουλτούρα, η οποία τις εξέθρεψε. Είχαμε ένα σαθρό μοντέλο ανάπτυξης, το οποίο κατέρρευσε – ουσιαστικά – όταν τελείωσαν τα δανεικά. Είχαμε καλλιεργήσει μια κουλτούρα στηριγμένη στην πελατειακή σχέση των πολιτών με το κράτος, στις δικαιωματικές παροχές, στη διαφύλαξη συντεχνιακών «κεκτημένων», στις εύκολες λύσεις και στις λογικές της ήσσονος προσπάθειας.
  • Δεύτερον, ότι – παρ’ όλες αυτές τις αδυναμίες – η κρίση δεν είναι αποκλειστικά ελληνικό δημιούργημα. Εκδηλώθηκε σε μεγάλο βαθμό ως απόρροια μιας διεθνούς χρηματοπιστωτικής κρίσης, αυτής του 2007, η οποία χαρακτηρίστηκε ως η μεγαλύτερη στην παγκόσμια ιστορία. Εκδηλώθηκε επίσης – και έλαβε διαστάσεις – ως αποτέλεσμα σοβαρών αδυναμιών στη δομή της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης, αλλά και του ελλείμματος ηγεσίας και οράματος, που χαρακτήρισε τη διακυβέρνηση του ευρώ.
  • Τρίτον, όπως προκύπτει και από τα στοιχεία που παρουσιάζονται στην έκδοση, η κρίση του 2007 προκάλεσε δημοσιονομική αποσταθεροποίηση σε όλες τις χώρες. Η Ελλάδα επηρεάστηκε δημοσιονομικά, στο βαθμό που επηρεάστηκαν όλοι. Η αύξηση του ελλείμματος στη χώρα μας ήταν ίδια ή ακόμη και μικρότερη, σε σχέση με τα περισσότερα άλλα μέλη της ευρωζώνης. Επομένως, ο δημοσιονομικός εκτροχιασμός, που οδήγησε στο μνημόνιο δεν ήταν θέμα οικονομικής διαχείρισης της διετίας 2007 – 2009. Το πρόβλημα ήταν το διαχρονικά υψηλό έλλειμμα και χρέος της Ελλάδας. Το οποίο δημιουργήθηκε εξαιτίας των διαρθρωτικών στρεβλώσεων και της πολιτικής κουλτούρας που επικράτησε τα προηγούμενα 40 χρόνια. Το να συζητάμε σαν να προέκυψαν τα δημοσιονομικά προβλήματα της χώρας μέσα σε δύο χρόνια, δεν είναι μόνο λανθασμένο, αλλά και αποπροσανατολιστικό στην προσπάθεια να αντιμετωπιστούν τα πραγματικά τους αίτια.
  • Τέταρτον, η ένταξη στο μηχανισμό στήριξης θα μπορούσε, ενδεχομένως, να έχει αποφευχθεί. Θα είχε πιθανότατα αποφευχθεί εάν κατά τους κρίσιμους μήνες του 2009 οι πολιτικές δυνάμεις του τόπου είχαν καταφέρει να συνεννοηθούν και να συναινέσουν στα βασικά και στα αυτονόητα. Εάν είχαν δείξει την απαραίτητη πολιτική βούληση, για τη λήψη δύσκολων αλλά αναγκαίων αποφάσεων. Εάν είχαν καταφέρει να προτάξουν το εθνικό έναντι του κομματικού συμφέροντος. Οφείλουμε να αναγνωρίσουμε ότι από την πλευρά της τότε κυβέρνησης, υπήρξαν κινήσεις συναίνεσης. Υπήρξε πρόσκληση προς τα κόμματα της αντιπολίτευσης, για συνεργασία προκειμένου να αποτραπεί ο άμεσος κίνδυνος. Δυστυχώς, στην κρίσιμη στιγμή είδαμε να επικρατούν οι προεκλογικές σκοπιμότητες, ο λαϊκισμός, η παροχολογία και η πλειοδοσία υποσχέσεων, η μετάθεση ευθυνών και η ατολμία μπροστά σε αυτά που πρέπει να γίνουν.
  • Πέμπτον, το μείγμα πολιτικής που επιβλήθηκε στη χώρα ήταν από την αρχή λανθασμένο. Με ευθύνη τόσο των δανειστών, όσο και της ελληνικής κυβέρνησης. Ήταν ένα μείγμα που υπαγορεύθηκε από μια τιμωρητική λογική και από τις αντιδράσεις των αγορών, αντί από μια ορθολογική εκτίμηση των αναγκών και των δυνατοτήτων της ελληνικής οικονομίας. Σήμερα, οι ίδιοι οι εμπνευστές του αναγνωρίζουν ότι στηρίχθηκε σε λανθασμένες εκτιμήσεις, ως προς τις υφεσιακές του επιδράσεις.
  • Έκτον, στα χρόνια που ακολούθησαν τα μνημόνια εφαρμόστηκαν, μόνο ως προς το δημοσιονομικό σκέλος. Δηλαδή, στην επιβολή φόρων και οριζόντιων περικοπών, με σκοπό να επιτευχθούν οι στόχοι για το έλλειμμα. Το άλλο σκέλος, αυτό των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων, σε μεγάλο βαθμό αγνοήθηκε. Για χρόνια, συγχωνεύσεις κρατικών φορέων ακούγαμε και συγχωνεύσεις δεν βλέπαμε. Αποκρατικοποιήσεις ακούγαμε και αποκρατικοποιήσεις δεν βλέπαμε. Αξιοποίηση δημόσιας ακίνητης περιουσίας ακούγαμε και αξιοποίηση δεν βλέπαμε. Εκτός ελαχίστων εξαιρέσεων, οι μεταρρυθμίσεις στα χρόνια των μνημονίων είτε δεν ξεκίνησαν ποτέ, είτε καθυστέρησαν απελπιστικά, είτε έγιναν πρόχειρα και αποσπασματικά, είτε εκφυλίστηκαν στην πράξη, με διάφορες εξαιρέσεις, εκπτώσεις και πατέντες. Το αποτέλεσμα ήταν να έχουμε όλα αυτά τα χρόνια μια πρωτοφανή εσωτερική υποτίμηση, η οποία έπληξε βαθιά τον κοινωνικό ιστό, έφερε όμως ελάχιστα αποτελέσματα ως προς τον αρχικό στόχο, που ήταν η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας.

Η οικονομική κρίση αποκάλυψε πολλές ενοχλητικές αλήθειες. Για το πολιτικό προσωπικό, για την κουλτούρα, αλλά και για το αξιακό σύστημα της κοινωνίας μας. Για τις αδυναμίες τις δικές μας, αλλά και του ευρωπαϊκού οικοδομήματος στο οποίο ανήκουμε.

Μέχρι τώρα, αυτές τις αλήθειες είχαμε την πολυτέλεια να τις αποφεύγουμε ή να τις επικαλούμαστε επιλεκτικά και αποσπασματικά, κρυμμένοι πίσω από το επίπλαστο δίλημμα «Μνημόνιο – Αντιμνημόνιο». Τώρα, μετά από επτά χρόνια, οι βολικές αυταπάτες έχουν τελειώσει. Δεν υπάρχουν ούτε από μηχανής σωτήρες, ούτε λύσεις που θα έρθουν από τον ουρανό. Είναι καιρός, λοιπόν, να αναμετρηθούμε με τις αλήθειες. Με θάρρος, με ειλικρίνεια και σοβαρότητα. Όχι για να αυτομαστιγωθούμε. Ούτε για να μεταθέσουμε τις συλλογικές μας ευθύνες σε τρίτους. Αλλά για να διδαχθούμε, επιτέλους, από την οδυνηρή εμπειρία που βιώνει η χώρα μας, οι επιχειρήσεις, οι πολίτες της. Για να καταφέρουμε, επιτέλους, να διαχειριστούμε και να επουλώσουμε σταδιακά το εθνικό αυτό τραύμα. Για να διασφαλίσουμε ότι τουλάχιστον τα παιδιά μας δεν θα αντιμετωπίσουν αντίστοιχες καταστάσεις στο μέλλον.

Αυτή την αξία έχει η μελέτη και η κατανόηση της περασμένης δεκαπενταετίας. Αυτή την αξία έχει η επιστημονική εργασία που παρουσιάζουμε σήμερα. Και ελπίζω ότι η συζήτηση που θα ακολουθήσει, θα μας δώσει την ευκαιρία να αναδείξουμε όλες τις ενδιαφέρουσες πτυχές της.

Θέλω να συγχαρώ θερμά τους επιμελητές, αλλά και όλους τους συγγραφείς του συλλογικού τόμου, για την εξαιρετική δουλειά τους. Και βεβαίως να ευχαριστήσω τους διοργανωτές, για τη χαρά να συμμετέχω σε αυτή την παρουσίαση».

Μετάβαση στο περιεχόμενο